κράταιγος: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krataigos | |Transliteration C=krataigos | ||
|Beta Code=kra/taigos | |Beta Code=kra/taigos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[thorn]], [[Crataegus heldreichii]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.15.6. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κράταιγος''': ὁ, [[εἶδος]] ἀκάνθης, crataegus, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 15, 6. | |lstext='''κράταιγος''': ὁ, [[εἶδος]] ἀκάνθης, crataegus, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 15, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κράταιγος]] και [[κραταιγών]])<br />[[γένος]] δικοτυλήδονων ξυλωδών [[φυτών]] που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] ροδίδες και από τον οποίο στην [[Ελλάδα]] υπάρχουν [[οκτώ]] είδη γνωστά ως μουρτζιές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κράτ</i>-<i>αιγος</i>. Το α' συνθετικό της λ. συνδέεται με τη λ. [[κρατύς]] «[[ισχυρός]]». Το β' συνθετικό εμφανίζει θ. <i>αιγ</i>- και συνδέεται πιθ. με τη λ. [[αιγίλωψ]], ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] με τη λ. <i>αἴξ</i>, <i>αἰγός</i> «[[κατσίκα]]»]. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[hawthorn]], [[Crataegus oxyacantha]] (Thphr.).<br />Other forms: also <b class="b3">-αιγών</b>, <b class="b3">-όνος</b><br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Prellwitz, Bq and WP. 1, 10 assumed [[κρατύς]] [[hard]] and <b class="b3">αἰγ-</b> in [[αἰγίλωψ]] (s. v.), which explains nothing. Thus also Mayer Glotta 35, 157 (to <b class="b3">αἰγ-ανέη</b>). Wrong Machek Ling. Posn. 2, 152. So unknown. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''κράταιγος''': {krátaigos}<br />'''Forms''': auch -αιγών, -όνος<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Weißdorn]], [[Crataegus oxyacantha]] (Thphr.).<br />'''Etymology''': Von Prellwitz, Bq und WP. 1, 10 aus [[κρατύς]] [[hart]] und αἰγ- in [[αἰγίλωψ]] (s. d.) u. a. erklärt, was für das Vorderglied der Hauptsache nach richtig sein wird; ähnlich auch Mayer Glotta 35, 157 (zu [[αἰγανέη]] u. a.). Verfehlt Machek Ling. Posn. 2, 152 (: zu slav. ''glogъ'' [[Weißdorn]]; vgl. zu γλῶχες).<br />'''Page''' 2,8 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:35, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, thorn, Crataegus heldreichii, Thphr. HP 3.15.6.
Greek (Liddell-Scott)
κράταιγος: ὁ, εἶδος ἀκάνθης, crataegus, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 15, 6.
Greek Monolingual
ο (Α κράταιγος και κραταιγών)
γένος δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια ροδίδες και από τον οποίο στην Ελλάδα υπάρχουν οκτώ είδη γνωστά ως μουρτζιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράτ-αιγος. Το α' συνθετικό της λ. συνδέεται με τη λ. κρατύς «ισχυρός». Το β' συνθετικό εμφανίζει θ. αιγ- και συνδέεται πιθ. με τη λ. αιγίλωψ, ενώ κατ' άλλη άποψη με τη λ. αἴξ, αἰγός «κατσίκα»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: hawthorn, Crataegus oxyacantha (Thphr.).
Other forms: also -αιγών, -όνος
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Prellwitz, Bq and WP. 1, 10 assumed κρατύς hard and αἰγ- in αἰγίλωψ (s. v.), which explains nothing. Thus also Mayer Glotta 35, 157 (to αἰγ-ανέη). Wrong Machek Ling. Posn. 2, 152. So unknown.
Frisk Etymology German
κράταιγος: {krátaigos}
Forms: auch -αιγών, -όνος
Grammar: m.
Meaning: Weißdorn, Crataegus oxyacantha (Thphr.).
Etymology: Von Prellwitz, Bq und WP. 1, 10 aus κρατύς hart und αἰγ- in αἰγίλωψ (s. d.) u. a. erklärt, was für das Vorderglied der Hauptsache nach richtig sein wird; ähnlich auch Mayer Glotta 35, 157 (zu αἰγανέη u. a.). Verfehlt Machek Ling. Posn. 2, 152 (: zu slav. glogъ Weißdorn; vgl. zu γλῶχες).
Page 2,8