ἑξάχρονος: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(5)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksachronos
|Transliteration C=eksachronos
|Beta Code=e(ca/xronos
|Beta Code=e(ca/xronos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of six times</b>, [<b class="b3">πούς</b>] <span class="bibl">Heph.3.2</span>, cf. <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Prm.</span> p.990S.</span></span>
|Definition=ἑξάχρονον, [[of six times]], ([[πούς]]) Heph.3.2, cf. Procl. ''in Prm.'' p.990S.
}}
{{ls
|lstext='''ἑξάχρονος''': -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ἓξ χρόνων (βραχέων), ὡς π.χ. ὁ μολοσσός, Ἡφαιστ. 3. 2.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἑξάχρονος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] ή [[διάρκεια]] έξι ετών<br /><b>2.</b> (για μετρικό [[πόδα]]) αυτός που αποτελείται από έξι βραχύχρονες συλλαβές<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑξάχρονον</i><br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] έξι ετών.
}}
}}

Latest revision as of 11:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξάχρονος Medium diacritics: ἑξάχρονος Low diacritics: εξάχρονος Capitals: ΕΞΑΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: hexáchronos Transliteration B: hexachronos Transliteration C: eksachronos Beta Code: e(ca/xronos

English (LSJ)

ἑξάχρονον, of six times, (πούς) Heph.3.2, cf. Procl. in Prm. p.990S.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξάχρονος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ἓξ χρόνων (βραχέων), ὡς π.χ. ὁ μολοσσός, Ἡφαιστ. 3. 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑξάχρονος, -ον)
1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι ετών
2. (για μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από έξι βραχύχρονες συλλαβές
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάχρονον
χρονικό διάστημα έξι ετών.