εὐμετακόμιστος: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evmetakomistos
|Transliteration C=evmetakomistos
|Beta Code=eu)metako/mistos
|Beta Code=eu)metako/mistos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ready to migrate</b>, Sch.<span class="bibl">Th.1.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">portable</b>, <span class="bibl">Aët.1.39</span>.</span>
|Definition=εὐμετακόμιστον,<br><span class="bld">A</span> [[ready to migrate]], Sch.Th.1.2.<br><span class="bld">2</span> [[portable]], Aët.1.39.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐμετακόμιστος''': -ον, εὐκόλως μετακομιζόμενος, ἀείποτε ἕτοιμος, [[πρός]] τι Κωνστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 36, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 2.
|lstext='''εὐμετακόμιστος''': -ον, εὐκόλως μετακομιζόμενος, ἀείποτε ἕτοιμος, [[πρός]] τι Κωνστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 36, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 2.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐμετακόμιστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μετοικεί εύκολα, ο [[έτοιμος]] ή [[πρόχειρος]] για [[μετανάστευση]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να τον μετακινήσει [[κάποιος]] εύκολα, ο [[φορητός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>μετα</i>-[[κομίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμετακόμιστος Medium diacritics: εὐμετακόμιστος Low diacritics: ευμετακόμιστος Capitals: ΕΥΜΕΤΑΚΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eumetakómistos Transliteration B: eumetakomistos Transliteration C: evmetakomistos Beta Code: eu)metako/mistos

English (LSJ)

εὐμετακόμιστον,
A ready to migrate, Sch.Th.1.2.
2 portable, Aët.1.39.

German (Pape)

[Seite 1080] leicht weg u. anderswohin zu bringen, leicht beweglich, πρὸς τὸ μετανίστασθαι Schol. Thuc. 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμετακόμιστος: -ον, εὐκόλως μετακομιζόμενος, ἀείποτε ἕτοιμος, πρός τι Κωνστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 36, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐμετακόμιστος, -ον)
1. αυτός που μετοικεί εύκολα, ο έτοιμος ή πρόχειρος για μετανάστευση
2. αυτός που μπορεί να τον μετακινήσει κάποιος εύκολα, ο φορητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-κομίζω.