φιλόδουλος: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filodoulos
|Transliteration C=filodoulos
|Beta Code=filo/doulos
|Beta Code=filo/doulos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">loving slavery</b>, φ. καὶ φιλοδέσποτοι <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.3.10</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> in good sense, <b class="b2">loving one's slaves</b>, δεσπότης <span class="bibl">Ph.1.126</span>.</span>
|Definition=φιλόδουλον,<br><span class="bld">A</span> [[loving slavery]], φ. καὶ φιλοδέσποτοι J.''BJ''4.3.10.<br><span class="bld">II</span> in good sense, [[loving one's slaves]], δεσπότης Ph.1.126.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλόδουλος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς δούλους ἢ τὴν δουλείαν, [[φιλόδουλος]] [[δεσπότης]] Φίλων τ. 1, σ. 126, 5· φιλόδουλοι δὲ καὶ φιλοδέσποτοι γεγόναμεν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 3, 10.
|lstext='''φῐλόδουλος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς δούλους ἢ τὴν δουλείαν, [[φιλόδουλος]] [[δεσπότης]] Φίλων τ. 1, σ. 126, 5· φιλόδουλοι δὲ καὶ φιλοδέσποτοι γεγόναμεν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 3, 10.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να [[είναι]] [[δούλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αγαπά τους δούλους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δοῦλος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόδουλος Medium diacritics: φιλόδουλος Low diacritics: φιλόδουλος Capitals: ΦΙΛΟΔΟΥΛΟΣ
Transliteration A: philódoulos Transliteration B: philodoulos Transliteration C: filodoulos Beta Code: filo/doulos

English (LSJ)

φιλόδουλον,
A loving slavery, φ. καὶ φιλοδέσποτοι J.BJ4.3.10.
II in good sense, loving one's slaves, δεσπότης Ph.1.126.

German (Pape)

[Seite 1279] Sklaven liebend, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόδουλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς δούλους ἢ τὴν δουλείαν, φιλόδουλος δεσπότης Φίλων τ. 1, σ. 126, 5· φιλόδουλοι δὲ καὶ φιλοδέσποτοι γεγόναμεν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 3, 10.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που του αρέσει να είναι δούλος
2. αυτός που αγαπά τους δούλους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + δοῦλος.