ῥοδόσταγμα: Difference between revisions
(6_21) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rodostagma | |Transliteration C=rodostagma | ||
|Beta Code=r(odo/stagma | |Beta Code=r(odo/stagma | ||
|Definition=ατος, τό, (στάζω) | |Definition=-ατος, τό, ([[στάζω]]) [[extract of roses prepared with honey]], like [[ῥοδόμελι]], Sch.Ar.''Pl.''529; also [[ῥοδόστακτον]], τό, Paul.Aeg.7.15. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, = [[ῥοδόστακτον]] ([[mit Honig bereiteter Rosenextract]]), Sp. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥοδόσταγμα''': τό, ([[στάζω]]) εὐῶδες ὑγρὸν ἐκ τῶν ῥόδων λαμβανόμενον καὶ | |lstext='''ῥοδόσταγμα''': τό, ([[στάζω]]) εὐῶδες ὑγρὸν ἐκ τῶν ῥόδων λαμβανόμενον καὶ μετὰ μέλιτος παρασκευαζόμενον, ὡς τὸ [[ῥοδόμελι]], Γαλην., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 527· [[ὡσαύτως]] ῥοδόστακτον, τό, Παῦλ. Αἰγιν. 7. 15, πρβλ. τὸ νῦν: ῥοδόσταμον. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το / [[ῥοδόσταγμα]], ΝΑ, και [[ροδόσταμα]] και [[ροδόσταμο]], Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> παράλληλο παράγωγο της απόσταξης τών ρόδων [[κατά]] την [[παραλαβή]] του ροδελαίου, με πολύ [[γλυκό]] [[άρωμα]], που χρησιμοποιείται στην [[αρωματοποιία]], [[ζαχαροπλαστική]] κ.ά., αλλ. [[ροδόνερο]]<br /><b>2.</b> [[διάλυμα]] ροδελαίου σε [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υγρό]] από ροδοπέταλα [[μαζί]] με [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> [[στάγμα]] (<span style="color: red;"><</span> [[στάζω]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:09, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, (στάζω) extract of roses prepared with honey, like ῥοδόμελι, Sch.Ar.Pl.529; also ῥοδόστακτον, τό, Paul.Aeg.7.15.
German (Pape)
τό, = ῥοδόστακτον (mit Honig bereiteter Rosenextract), Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοδόσταγμα: τό, (στάζω) εὐῶδες ὑγρὸν ἐκ τῶν ῥόδων λαμβανόμενον καὶ μετὰ μέλιτος παρασκευαζόμενον, ὡς τὸ ῥοδόμελι, Γαλην., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 527· ὡσαύτως ῥοδόστακτον, τό, Παῦλ. Αἰγιν. 7. 15, πρβλ. τὸ νῦν: ῥοδόσταμον.
Greek Monolingual
το / ῥοδόσταγμα, ΝΑ, και ροδόσταμα και ροδόσταμο, Ν
νεοελλ.
1. παράλληλο παράγωγο της απόσταξης τών ρόδων κατά την παραλαβή του ροδελαίου, με πολύ γλυκό άρωμα, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, ζαχαροπλαστική κ.ά., αλλ. ροδόνερο
2. διάλυμα ροδελαίου σε νερό
αρχ.
υγρό από ροδοπέταλα μαζί με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + στάγμα (< στάζω)].