ῥίνημα: Difference between revisions
(6_21) |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ῥῐ́νημα | ||
|Medium diacritics=ῥίνημα | |Medium diacritics=ῥίνημα | ||
|Low diacritics=ρίνημα | |Low diacritics=ρίνημα | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rinima | |Transliteration C=rinima | ||
|Beta Code=r(i/nhma | |Beta Code=r(i/nhma | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῑ], ατος, τό, ([[ῥινέω]])<br><span class="bld">A</span> [[that which is filed off]], [[filings]], in sg. and pl., χαλκοῦ Hp.Mul.1.78, Herod.7.81; ἀργύρου S.E.P.1.129; ἐλέφαντος τοῦ ὀδόντος Aret.CD2.13; πριστοῖσι λόγχης . . ῥινήμασιν E.Fr. 724.<br><span class="bld">II</span> an [[eyesalve]], Gal.12.778. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0844.png Seite 844]] τό, das Abgefeilte, die Feilspäne, Raspelspäne; Eur. frg.; χρυσοῦ, Hdn. 1, 7, 9; ἀργύρου, S. Emp. pyrrh. 1, 129. – Auch eine Art Pflaster, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0844.png Seite 844]] τό, das Abgefeilte, die Feilspäne, Raspelspäne; Eur. frg.; χρυσοῦ, Hdn. 1, 7, 9; ἀργύρου, S. Emp. pyrrh. 1, 129. – Auch eine Art Pflaster, Medic. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥίνημα:''' ατος (ῑ) τό тж. pl. опилки, оскребки Eur., Sext. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥίνημα''': τό, ([[ῥινέω]]) τὸ ἐκ τοῦ ῥινιζομένου πράγματος πῖπτον [[ψῆγμα]], «ῥινίδι», ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθυντικῷ, χαλκοῦ Ἱππ. 626. 41· ἀργύρου Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 129, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 43· ἐλέφαντος τοῦ ὀδόντος Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 13· πριστοῖσι λόγχης ... ῥινήμασιν Εὐρ. Ἀποσπ. 725. | |lstext='''ῥίνημα''': τό, ([[ῥινέω]]) τὸ ἐκ τοῦ ῥινιζομένου πράγματος πῖπτον [[ψῆγμα]], «ῥινίδι», ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθυντικῷ, χαλκοῦ Ἱππ. 626. 41· ἀργύρου Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 129, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 43· ἐλέφαντος τοῦ ὀδόντος Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 13· πριστοῖσι λόγχης ... ῥινήμασιν Εὐρ. Ἀποσπ. 725. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το / (ῥινημα, ΝΑ [<i>ῥινῶ</i> (ΙΙ)]<br />το [[ρίνισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] κολλυρίου. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:20, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῑ], ατος, τό, (ῥινέω)
A that which is filed off, filings, in sg. and pl., χαλκοῦ Hp.Mul.1.78, Herod.7.81; ἀργύρου S.E.P.1.129; ἐλέφαντος τοῦ ὀδόντος Aret.CD2.13; πριστοῖσι λόγχης . . ῥινήμασιν E.Fr. 724.
II an eyesalve, Gal.12.778.
German (Pape)
[Seite 844] τό, das Abgefeilte, die Feilspäne, Raspelspäne; Eur. frg.; χρυσοῦ, Hdn. 1, 7, 9; ἀργύρου, S. Emp. pyrrh. 1, 129. – Auch eine Art Pflaster, Medic.
Russian (Dvoretsky)
ῥίνημα: ατος (ῑ) τό тж. pl. опилки, оскребки Eur., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ῥίνημα: τό, (ῥινέω) τὸ ἐκ τοῦ ῥινιζομένου πράγματος πῖπτον ψῆγμα, «ῥινίδι», ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθυντικῷ, χαλκοῦ Ἱππ. 626. 41· ἀργύρου Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 129, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 43· ἐλέφαντος τοῦ ὀδόντος Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 13· πριστοῖσι λόγχης ... ῥινήμασιν Εὐρ. Ἀποσπ. 725.
Greek Monolingual
το / (ῥινημα, ΝΑ [ῥινῶ (ΙΙ)]
το ρίνισμα
αρχ.
ονομασία κολλυρίου.