διατάκτης: Difference between revisions

From LSJ

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diataktis
|Transliteration C=diataktis
|Beta Code=diata/kths
|Beta Code=diata/kths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">assigner of posts</b>, Herm. ap. Stob.1.49.69.</span>
|Definition=διατάκτου, ὁ, [[assigner of posts]], Herm. ap. Stob.1.49.69.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[el que asigna un puesto o lugar]] c. gen. δ. τῶν ἐνσωματουμένων ψυχῶν el distribuidor de puestos de las almas que se encarnan</i>, <i>Corp.Herm.Fr</i>.26.3<br /><b class="num"></b>[[el que dispone o fija el orden]] τῶν τοιούτων Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.122.9.<br /><b class="num">2</b> [[el que ordena]], [[el que dirige]], [[guía]] c. gen. del sol y la luna διατάκται ... τῶν ἄλλων (ἀστέρων) Ptol.<i>Tetr</i>.2.9.2, de Dios, Chrys.M.59.570, glos. a κοσμήτωρ Sch.<i>Il</i>.1.16 en <i>POsl</i>.12.3.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''διατάκτης''': -ου, ὁ, [[ἀρχηγός]], [[ἡγεμών]], Ἑρμ. Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1084.
|lstext='''διατάκτης''': -ου, ὁ, [[ἀρχηγός]], [[ἡγεμών]], Ἑρμ. Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1084.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διατάκτης]])<br />αυτός που διατάζει, [[εντολοδότης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δημόσιος]] [[λειτουργός]] εξουσιοδοτημένος να εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το [[δημόσιο]] [[ταμείο]] ή δημοσιολογική [[αρχή]] που εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το [[δημόσιο]] [[ταμείο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιβάλλει τις διαταγές του, [[αρχηγός]], [[ηγεμόνας]].
}}
}}

Latest revision as of 09:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατάκτης Medium diacritics: διατάκτης Low diacritics: διατάκτης Capitals: ΔΙΑΤΑΚΤΗΣ
Transliteration A: diatáktēs Transliteration B: diataktēs Transliteration C: diataktis Beta Code: diata/kths

English (LSJ)

διατάκτου, ὁ, assigner of posts, Herm. ap. Stob.1.49.69.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 el que asigna un puesto o lugar c. gen. δ. τῶν ἐνσωματουμένων ψυχῶν el distribuidor de puestos de las almas que se encarnan, Corp.Herm.Fr.26.3
el que dispone o fija el orden τῶν τοιούτων Gr.Nyss.Hom.in Cant.122.9.
2 el que ordena, el que dirige, guía c. gen. del sol y la luna διατάκται ... τῶν ἄλλων (ἀστέρων) Ptol.Tetr.2.9.2, de Dios, Chrys.M.59.570, glos. a κοσμήτωρ Sch.Il.1.16 en POsl.12.3.16.

German (Pape)

[Seite 605] ὁ, der Anordner, Hermes bei Stob. Ecl. 1 p. 1084.

Greek (Liddell-Scott)

διατάκτης: -ου, ὁ, ἀρχηγός, ἡγεμών, Ἑρμ. Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1084.

Greek Monolingual

ο (AM διατάκτης)
αυτός που διατάζει, εντολοδότης
νεοελλ.
δημόσιος λειτουργός εξουσιοδοτημένος να εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το δημόσιο ταμείο ή δημοσιολογική αρχή που εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το δημόσιο ταμείο
αρχ.
αυτός που επιβάλλει τις διαταγές του, αρχηγός, ηγεμόνας.