πολυμέλαθρος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
(6_6)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polymelathros
|Transliteration C=polymelathros
|Beta Code=polume/laqros
|Beta Code=polume/laqros
|Definition=Ep. πουλ-, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with many halls</b> or <b class="b2">temples</b>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Dian.</span>225</span>.</span>
|Definition=Ep. [[πουλυμέλαθρος]], ον, [[with many halls]] or [[temples]], Call.''Dian.''225.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠμέλαθρος''': Ἐπικ. πουλ-, ον, ὁ ἔχων πολλὰ μέλαθρα, πολλοὺς ναούς, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 225, Νάνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 14. 2.
|lstext='''πολῠμέλαθρος''': Ἐπικ. πουλ-, ον, ὁ ἔχων πολλὰ μέλαθρα, πολλοὺς ναούς, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 225, Νάνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 14. 2.
}}
{{grml
|mltxt=και επικ. τ. [[πουλυμέλαθρος]], -ον, Α<br />(για [[θεότητα]]) αυτός που έχει [[πολλά]] μέλαθρα, [[προς]] τιμήν του οποίου έχουν κτιστεί πολλοί ναοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μέλαθρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέλαθρον]] «[[μέγαρο]]»), [[πρβλ]]. [[υψιμέλαθρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμέλαθρος Medium diacritics: πολυμέλαθρος Low diacritics: πολυμέλαθρος Capitals: ΠΟΛΥΜΕΛΑΘΡΟΣ
Transliteration A: polymélathros Transliteration B: polymelathros Transliteration C: polymelathros Beta Code: polume/laqros

English (LSJ)

Ep. πουλυμέλαθρος, ον, with many halls or temples, Call.Dian.225.

German (Pape)

[Seite 666] poet. πουλυμ., mit vielen Gemächern, Callim. H. 3, 225; Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμέλαθρος: Ἐπικ. πουλ-, ον, ὁ ἔχων πολλὰ μέλαθρα, πολλοὺς ναούς, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 225, Νάνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 14. 2.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυμέλαθρος, -ον, Α
(για θεότητα) αυτός που έχει πολλά μέλαθρα, προς τιμήν του οποίου έχουν κτιστεί πολλοί ναοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μέλαθρος (< μέλαθρον «μέγαρο»), πρβλ. υψιμέλαθρος].