χερνιβεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6_21)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cherniveion
|Transliteration C=cherniveion
|Beta Code=xernibei=on
|Beta Code=xernibei=on
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">vessel for water to wash the hands, basin</b>, τὸ χ. πρῶτον, ἡ πομπὴ σαφής <span class="bibl">Antiph.66</span>, cf. <span class="title">IG</span>22.1400.41, al., <span class="title">Michel</span>832.46 (pl., Samos, iv B. C.).</span>
|Definition=τό, [[vessel]] for [[water]] to [[wash]] the [[hand]]s, [[basin]], τὸ χ. πρῶτον, ἡ πομπὴ σαφής Antiph.66, cf. ''IG''22.1400.41, al., ''Michel''832.46 (pl., Samos, iv B. C.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χερνῐβεῖον''': τό, [[λεκάνη]] πρὸς νίψιν τῶν χειρῶν, τὸ χ. πρῶτον ἐκ πομπῆς ἄφες Ἀντιφάνης ἐν «Βουσίριδι» 2, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 298 ([[ἔνθα]] ὁ Bentl. ἐπηνώρθωσεν αὐτὸ ἀντὶ χερνίβιον)· οὕτω καὶ ἀντὶ χερνιβίοις ἐν Ἀνδοκ. 33. 3 ([[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι χερνίβοις, καὶ ὁ Ἀθήν. 408C - [[ἡμαρτημένως]] μνημονεύων τὸν Λυσίαν - ἔχει χερνίβιοις). ΙΙ. χερνίβιον, [[ἀμίς]], [[οὐροδοχεῖον]](;), Ἱππ. 1230D.
|lstext='''χερνῐβεῖον''': τό, [[λεκάνη]] πρὸς νίψιν τῶν χειρῶν, τὸ χ. πρῶτον ἐκ πομπῆς ἄφες Ἀντιφάνης ἐν «Βουσίριδι» 2, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 298 ([[ἔνθα]] ὁ Bentl. ἐπηνώρθωσεν αὐτὸ ἀντὶ χερνίβιον)· οὕτω καὶ ἀντὶ χερνιβίοις ἐν Ἀνδοκ. 33. 3 ([[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι χερνίβοις, καὶ ὁ Ἀθήν. 408C - [[ἡμαρτημένως]] μνημονεύων τὸν Λυσίαν - ἔχει χερνίβιοις). ΙΙ. χερνίβιον, [[ἀμίς]], [[οὐροδοχεῖον]](;), Ἱππ. 1230D.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[χέρνιψ]], -<i>ιβος</i>]<br />το [[χέρνιβον]] («τὸ χερνιβεῖον πρῶτον ἐκ πομπῆς ἄφες», Αντιφάν.).
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερνῐβεῖον Medium diacritics: χερνιβεῖον Low diacritics: χερνιβείον Capitals: ΧΕΡΝΙΒΕΙΟΝ
Transliteration A: chernibeîon Transliteration B: chernibeion Transliteration C: cherniveion Beta Code: xernibei=on

English (LSJ)

τό, vessel for water to wash the hands, basin, τὸ χ. πρῶτον, ἡ πομπὴ σαφής Antiph.66, cf. IG22.1400.41, al., Michel832.46 (pl., Samos, iv B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

χερνῐβεῖον: τό, λεκάνη πρὸς νίψιν τῶν χειρῶν, τὸ χ. πρῶτον ἐκ πομπῆς ἄφες Ἀντιφάνης ἐν «Βουσίριδι» 2, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 298 (ἔνθα ὁ Bentl. ἐπηνώρθωσεν αὐτὸ ἀντὶ χερνίβιον)· οὕτω καὶ ἀντὶ χερνιβίοις ἐν Ἀνδοκ. 33. 3 (ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι χερνίβοις, καὶ ὁ Ἀθήν. 408C - ἡμαρτημένως μνημονεύων τὸν Λυσίαν - ἔχει χερνίβιοις). ΙΙ. χερνίβιον, ἀμίς, οὐροδοχεῖον(;), Ἱππ. 1230D.

Greek Monolingual

τὸ, Α χέρνιψ, -ιβος]
το χέρνιβον («τὸ χερνιβεῖον πρῶτον ἐκ πομπῆς ἄφες», Αντιφάν.).