ἐχείδιον: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=echeidion
|Transliteration C=echeidion
|Beta Code=e)xei/dion
|Beta Code=e)xei/dion
|Definition=τό, Dim. of [[ἔχις]], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">little adder</b>, Suid. s.v. [[ἔχις]]; cf. [[ἐχίδιον]].</span>
|Definition=τό, ''Dim. of'' [[ἔχις]], [[little adder]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἔχις]]; cf. [[ἐχίδιον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχείδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἔχις]], μικρὰ [[ἔχιδνα]], «[[ἐχείδιον]], [[ὀφείδιον]]» Σουΐδ., πρβλ. καὶ Ζωναρ.
|lstext='''ἐχείδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἔχις]], μικρὰ [[ἔχιδνα]], «[[ἐχείδιον]], [[ὀφείδιον]]» Σουΐδ., πρβλ. καὶ Ζωναρ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐχείδιον]] και [[ἐχίδιον]], τὸ (Α)<br />(υποκορ. του [[ἔχις]]) μικρή [[έχιδνα]], [[οχιά]], οχίτσα.
}}
{{pape
|ptext=dim. von [[ἔχις]], <i>[[kleine]] [[Otter]]</i>, Suid. S. [[ἐχίδιον]].
}}
}}

Latest revision as of 09:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχείδιον Medium diacritics: ἐχείδιον Low diacritics: εχείδιον Capitals: ΕΧΕΙΔΙΟΝ
Transliteration A: echeídion Transliteration B: echeidion Transliteration C: echeidion Beta Code: e)xei/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἔχις, little adder, Suid. s.v. ἔχις; cf. ἐχίδιον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχείδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἔχις, μικρὰ ἔχιδνα, «ἐχείδιον, ὀφείδιον» Σουΐδ., πρβλ. καὶ Ζωναρ.

Greek Monolingual

ἐχείδιον και ἐχίδιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του ἔχις) μικρή έχιδνα, οχιά, οχίτσα.

German (Pape)

dim. von ἔχις, kleine Otter, Suid. S. ἐχίδιον.