κεφαλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kefaloeidis
|Transliteration C=kefaloeidis
|Beta Code=kefaloeidh/s
|Beta Code=kefaloeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shaped like a head</b>, ὀρίγανος <span class="bibl">Hp.<span class="title">Int.</span>6</span>; λοβός Dsc.2.110; παρεξοχή <span class="bibl">Apollod.<span class="title">Poliorc.</span>220.20</span>; κορμός Oenom. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>5.36</span>.</span>
|Definition=κεφαλοειδές, [[shaped like a head]], ὀρίγανος Hp.''Int.''6; λοβός Dsc.2.110; παρεξοχή Apollod.''Poliorc.''220.20; κορμός Oenom. ap. Eus.''PE''5.36.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεφᾰλοειδής''': -ές, ἔχων τὸ [[σχῆμα]] κεφαλῆς, [[ὀρίγανον]] Ἱππ. 534. 41· κορμὸς Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 234Β.
|lstext='''κεφᾰλοειδής''': -ές, ἔχων τὸ [[σχῆμα]] κεφαλῆς, [[ὀρίγανον]] Ἱππ. 534. 41· κορμὸς Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 234Β.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[κεφαλοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] κεφαλιού, αυτός που μοιάζει με [[κεφάλι]] («λοβὸς [[κεφαλοειδής]]», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), [[πρβλ]]. [[καρφοειδής]], [[τραπεζοειδής]]].
}}
{{elnl
|elnltext=κεφαλοειδής -ές &#91;[[κεφαλή]], [[εἶδος]]] [[in de vorm van een hoofd]].
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλοειδής Medium diacritics: κεφαλοειδής Low diacritics: κεφαλοειδής Capitals: ΚΕΦΑΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kephaloeidḗs Transliteration B: kephaloeidēs Transliteration C: kefaloeidis Beta Code: kefaloeidh/s

English (LSJ)

κεφαλοειδές, shaped like a head, ὀρίγανος Hp.Int.6; λοβός Dsc.2.110; παρεξοχή Apollod.Poliorc.220.20; κορμός Oenom. ap. Eus.PE5.36.

German (Pape)

[Seite 1428] ές, kopfförmig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλοειδής: -ές, ἔχων τὸ σχῆμα κεφαλῆς, ὀρίγανον Ἱππ. 534. 41· κορμὸς Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 234Β.

Greek Monolingual

-ές (Α κεφαλοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα κεφαλιού, αυτός που μοιάζει με κεφάλι («λοβὸς κεφαλοειδής», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -ειδής (< είδος), πρβλ. καρφοειδής, τραπεζοειδής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεφαλοειδής -ές [κεφαλή, εἶδος] in de vorm van een hoofd.