προσκολλητός: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proskollitos
|Transliteration C=proskollitos
|Beta Code=proskollhto/s
|Beta Code=proskollhto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> gloss on [[ἀρτίκολλος]], Sch.<span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span> 768</span>.</span>
|Definition=προσκολλητή, προσκολλητόν, ''Glossaria'' on [[ἀρτίκολλος]], Sch.S.''Tr.'' 768.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκολλητός''': -ή, -όν, προσκεκολλημμένος εἴς τι, «[[κολλητός]]», Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 771.
|lstext='''προσκολλητός''': -ή, -όν, προσκεκολλημμένος εἴς τι, «[[κολλητός]]», Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 771.
}}
{{grml
|mltxt=και προσκολλατός, -όν, Α [[προσκολλῶ]]<br /><b>1.</b> προσκολλημένος<br /><b>2.</b> (για μικρό [[κτήριο]]) προσαρτημένος στο κύριο [[οικοδόμημα]] («τὸ [[ἐποίκιον]] τὸ κτιζόμενον προσκολλατόν», πάπ.).
}}
}}

Latest revision as of 11:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκολλητός Medium diacritics: προσκολλητός Low diacritics: προσκολλητός Capitals: ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΤΟΣ
Transliteration A: proskollētós Transliteration B: proskollētos Transliteration C: proskollitos Beta Code: proskollhto/s

English (LSJ)

προσκολλητή, προσκολλητόν, Glossaria on ἀρτίκολλος, Sch.S.Tr. 768.

German (Pape)

[Seite 770] angeleimt, Schol. Soph. Trach. 771.

Greek (Liddell-Scott)

προσκολλητός: -ή, -όν, προσκεκολλημμένος εἴς τι, «κολλητός», Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 771.

Greek Monolingual

και προσκολλατός, -όν, Α προσκολλῶ
1. προσκολλημένος
2. (για μικρό κτήριο) προσαρτημένος στο κύριο οικοδόμημα («τὸ ἐποίκιον τὸ κτιζόμενον προσκολλατόν», πάπ.).