ἐναιθέριος: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enaitherios
|Transliteration C=enaitherios
|Beta Code=e)naiqe/rios
|Beta Code=e)naiqe/rios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">in upper air</b>, <span class="bibl">M.Ant.12.24</span>; θεοί <span class="bibl">Poll.1.23</span>.</span>
|Definition=ἐναιθέριον, [[in upper air]], M.Ant.12.24; θεοί Poll.1.23.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de lo alto]], [[del cielo]], [[celeste]] τροχάλεια Arat.532, θεοί Poll.1.23, ἦχοι Aristid.Quint.123.23, δυνάμεις op. [[ἐναέριος]] y [[ἔνυδρος]] <i>Placit</i>.1.7.31, σχῆμα <i>PMag</i>.4.1139<br /><b class="num"></b>subst. τὰ ἐναιθέρια [[los seres celestes]] M.Ant.12.24.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 17:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναιθέριος''': -ον, ἐν τῷ αἰθέρι ὤν, ἐναερίων καὶ ἐναιθερίων Μ. Ἀντων. 12. 24, [[Πολυδ]]. Α΄, 23· πρβλ. [[αἰθέριος]].
|lstext='''ἐναιθέριος''': -ον, ἐν τῷ αἰθέρι ὤν, ἐναερίων καὶ ἐναιθερίων Μ. Ἀντων. 12. 24, Πολυδ. Α΄, 23· πρβλ. [[αἰθέριος]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐναιθέριος]], -ον)<br />αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στον αιθέρα, ο [[αιθέριος]], ο [[ουράνιος]] («ἐναιθέριοι θεοί», <b>Πολυδ.</b>).
}}
{{elmes
|esmgtx=v. [[σχῆμα]]
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναιθέριος Medium diacritics: ἐναιθέριος Low diacritics: εναιθέριος Capitals: ΕΝΑΙΘΕΡΙΟΣ
Transliteration A: enaithérios Transliteration B: enaitherios Transliteration C: enaitherios Beta Code: e)naiqe/rios

English (LSJ)

ἐναιθέριον, in upper air, M.Ant.12.24; θεοί Poll.1.23.

Spanish (DGE)

-ον
de lo alto, del cielo, celeste τροχάλεια Arat.532, θεοί Poll.1.23, ἦχοι Aristid.Quint.123.23, δυνάμεις op. ἐναέριος y ἔνυδρος Placit.1.7.31, σχῆμα PMag.4.1139
subst. τὰ ἐναιθέρια los seres celestes M.Ant.12.24.

German (Pape)

[Seite 825] im Aether, M. Ant. 12, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναιθέριος: -ον, ἐν τῷ αἰθέρι ὤν, ἐναερίων καὶ ἐναιθερίων Μ. Ἀντων. 12. 24, Πολυδ. Α΄, 23· πρβλ. αἰθέριος.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐναιθέριος, -ον)
αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στον αιθέρα, ο αιθέριος, ο ουράνιος («ἐναιθέριοι θεοί», Πολυδ.).

Léxico de magia

v. σχῆμα