προσφευκτέον: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosfefkteon | |Transliteration C=prosfefkteon | ||
|Beta Code=prosfeukte/on | |Beta Code=prosfeukte/on | ||
|Definition= | |Definition=[[one must be liable to a prosecution besides]], D.37.38 (or divisim). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσφευκτέον:''' adj. verb. к [[προσφεύγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσφευκτέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ [[εἶναι]] ὑποκείμενος εἰς καταδίωξιν [[προσέτι]], Δημ. 977. 27. | |lstext='''προσφευκτέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ [[εἶναι]] ὑποκείμενος εἰς καταδίωξιν [[προσέτι]], Δημ. 977. 27. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσφευκτέον:''' ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει [[κάποιος]] να του ασκήσει [[επιπλέον]] [[δίωξη]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:48, 25 August 2023
English (LSJ)
one must be liable to a prosecution besides, D.37.38 (or divisim).
Russian (Dvoretsky)
προσφευκτέον: adj. verb. к προσφεύγω.
Greek (Liddell-Scott)
προσφευκτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ εἶναι ὑποκείμενος εἰς καταδίωξιν προσέτι, Δημ. 977. 27.
Greek Monotonic
προσφευκτέον: ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει κάποιος να του ασκήσει επιπλέον δίωξη, σε Δημ.