μεταγραμματίζω: Difference between revisions
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
(6_14) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metagrammatizo | |Transliteration C=metagrammatizo | ||
|Beta Code=metagrammati/zw | |Beta Code=metagrammati/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[transpose]] the [[letter]]s of a [[word]], Vit.Lyc.p.5 S. (Pass.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταγραμμᾰτίζω''': μετακινῶ τὰ γράμματα λέξεώς τινος ἀπὸ τῆς θέσεως αὐτῶν καὶ οὕτω [[σχηματίζω]] [[ἄλλην]] λέξιν ἢ λέξεις, [[οἷον]] τὸ Πτολεμαῖος μεταγραμματιζόμενον γίνεται ἀπὸ μέλιτος, Τζέτζ. περὶ Γένους Λυκόφρ.· - -ισμός, οῦ, ὁ, τὸ μεταγραμματίζειν, [[αὐτόθι]]. 2) τὸ μεταβάλλειν τὰ γράμματα ἐκ τῆς παλαιᾶς γραφῆς (δηλ. ὀρθογραφίας) εἰς τὴν ὑστέραν, Γαλην. τ. 12, σ. 58. | |lstext='''μεταγραμμᾰτίζω''': μετακινῶ τὰ γράμματα λέξεώς τινος ἀπὸ τῆς θέσεως αὐτῶν καὶ οὕτω [[σχηματίζω]] [[ἄλλην]] λέξιν ἢ λέξεις, [[οἷον]] τὸ Πτολεμαῖος μεταγραμματιζόμενον γίνεται ἀπὸ μέλιτος, Τζέτζ. περὶ Γένους Λυκόφρ.· - -ισμός, οῦ, ὁ, τὸ μεταγραμματίζειν, [[αὐτόθι]]. 2) τὸ μεταβάλλειν τὰ γράμματα ἐκ τῆς παλαιᾶς γραφῆς (δηλ. ὀρθογραφίας) εἰς τὴν ὑστέραν, Γαλην. τ. 12, σ. 58. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑM [[μεταγραμματίζω]])<br />[[μεταβάλλω]] τη [[θέση]] τών γραμμάτων μιας λέξης ή φράσης, [[αναγραμματίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γράμμα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 04:25, 24 August 2022
English (LSJ)
transpose the letters of a word, Vit.Lyc.p.5 S. (Pass.).
German (Pape)
[Seite 145] die Buchstaben verändern, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
μεταγραμμᾰτίζω: μετακινῶ τὰ γράμματα λέξεώς τινος ἀπὸ τῆς θέσεως αὐτῶν καὶ οὕτω σχηματίζω ἄλλην λέξιν ἢ λέξεις, οἷον τὸ Πτολεμαῖος μεταγραμματιζόμενον γίνεται ἀπὸ μέλιτος, Τζέτζ. περὶ Γένους Λυκόφρ.· - -ισμός, οῦ, ὁ, τὸ μεταγραμματίζειν, αὐτόθι. 2) τὸ μεταβάλλειν τὰ γράμματα ἐκ τῆς παλαιᾶς γραφῆς (δηλ. ὀρθογραφίας) εἰς τὴν ὑστέραν, Γαλην. τ. 12, σ. 58.
Greek Monolingual
(ΑM μεταγραμματίζω)
μεταβάλλω τη θέση τών γραμμάτων μιας λέξης ή φράσης, αναγραμματίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + γράμμα.