κακοχυμία: Difference between revisions
From LSJ
ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakochymia | |Transliteration C=kakochymia | ||
|Beta Code=kakoxumi/a | |Beta Code=kakoxumi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[unhealthy state of the humours]], Gal.6.553, 10.891: pl., Dsc.2.87.<br><span class="bld">2</span> [[unwholesomeness]], τροφῶν Gal.6.749. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακοχῡμία''': ἡ, ἡ κακὴ [[κατάστασις]] τῶν χυμῶν, Γαλην. 2. 206D, 4. 333D, Διοσκ. 2-109, κτλ. | |lstext='''κακοχῡμία''': ἡ, ἡ κακὴ [[κατάστασις]] τῶν χυμῶν, Γαλην. 2. 206D, 4. 333D, Διοσκ. 2-109, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[κακοχυμία]]) [[κακόχυμος]]<br /><b>ιατρ.</b> [[είδος]] ασθένειας που προέρχεται από κακή [[κατάσταση]] τών χυμών, από [[αλλοίωση]] τών χυμών του ανθρώπινου οργανισμού. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A unhealthy state of the humours, Gal.6.553, 10.891: pl., Dsc.2.87.
2 unwholesomeness, τροφῶν Gal.6.749.
German (Pape)
[Seite 1305] ἡ, Schlechtigkeit der Säfte, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κακοχῡμία: ἡ, ἡ κακὴ κατάστασις τῶν χυμῶν, Γαλην. 2. 206D, 4. 333D, Διοσκ. 2-109, κτλ.
Greek Monolingual
η (AM κακοχυμία) κακόχυμος
ιατρ. είδος ασθένειας που προέρχεται από κακή κατάσταση τών χυμών, από αλλοίωση τών χυμών του ανθρώπινου οργανισμού.