κακοχυμία

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακοχῡμία Medium diacritics: κακοχυμία Low diacritics: κακοχυμία Capitals: ΚΑΚΟΧΥΜΙΑ
Transliteration A: kakochymía Transliteration B: kakochymia Transliteration C: kakochymia Beta Code: kakoxumi/a

English (LSJ)

ἡ,
A unhealthy state of the humours, Gal.6.553, 10.891: pl., Dsc.2.87.
2 unwholesomeness, τροφῶν Gal.6.749.

German (Pape)

[Seite 1305] ἡ, Schlechtigkeit der Säfte, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κακοχῡμία: ἡ, ἡ κακὴ κατάστασις τῶν χυμῶν, Γαλην. 2. 206D, 4. 333D, Διοσκ. 2-109, κτλ.

Greek Monolingual

η (AM κακοχυμία) κακόχυμος
ιατρ. είδος ασθένειας που προέρχεται από κακή κατάσταση τών χυμών, από αλλοίωση τών χυμών του ανθρώπινου οργανισμού.