κηρύκινος: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kirykinos
|Transliteration C=kirykinos
|Beta Code=khru/kinos
|Beta Code=khru/kinos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of a herald</b>, ῥάβδος Suid. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> κηρυκ-ίνη, ἡ, = [[κηρύκαινα]], Hsch., Phot.; but (sc. <b class="b3">ἀρχή</b>), <b class="b2">crier's office</b>, <span class="bibl"><span class="title">CPR</span>232.29</span> (ii/iii A.D.).</span>
|Definition=η, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of a herald]], ῥάβδος Suid.<br><span class="bld">II</span> [[κηρυκίνη]], ἡ, = [[κηρύκαινα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot.; but (''[[sc.]]'' [[ἀρχή]]), [[crier's office]], ''CPR''232.29 (ii/iii A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηρύκῐνος''': -η, -ον, ἀνήκων εἰς κήρυκα, «κηρυκίνη [[ῥάβδος]], ἡ τοῦ Ἑρμοῦ» Σουΐδ.· κηρῡκίνη, ἡ, = [[κηρύκαινα]], Φώτ.· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κηρυκίνη· ἡ καταρωμένη».
|lstext='''κηρύκῐνος''': -η, -ον, ἀνήκων εἰς κήρυκα, «κηρυκίνη [[ῥάβδος]], ἡ τοῦ Ἑρμοῦ» Σουΐδ.· κηρῡκίνη, ἡ, = [[κηρύκαινα]], Φώτ.· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κηρυκίνη· ἡ καταρωμένη».
}}
{{grml
|mltxt=[[κηρύκινος]], -ίνη, -ον (Α) [[κήρυξ]]<br /><b>1.</b> [[κηρυκικός]], αυτός που ανήκει σε κήρυκα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κηρυκίνη</i><br />α) η [[κηρύκαινα]]<br />β) (ενν. [[αρχή]])<br />το [[αξίωμα]] του κήρυκα.
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρύκῐνος Medium diacritics: κηρύκινος Low diacritics: κηρύκινος Capitals: ΚΗΡΥΚΙΝΟΣ
Transliteration A: kērýkinos Transliteration B: kērykinos Transliteration C: kirykinos Beta Code: khru/kinos

English (LSJ)

η, ον,
A of a herald, ῥάβδος Suid.
II κηρυκίνη, ἡ, = κηρύκαινα, Hsch., Phot.; but (sc. ἀρχή), crier's office, CPR232.29 (ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1434] dasselbe; ῥάβδος, Heroldstab, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κηρύκῐνος: -η, -ον, ἀνήκων εἰς κήρυκα, «κηρυκίνη ῥάβδος, ἡ τοῦ Ἑρμοῦ» Σουΐδ.· κηρῡκίνη, ἡ, = κηρύκαινα, Φώτ.· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κηρυκίνη· ἡ καταρωμένη».

Greek Monolingual

κηρύκινος, -ίνη, -ον (Α) κήρυξ
1. κηρυκικός, αυτός που ανήκει σε κήρυκα
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηρυκίνη
α) η κηρύκαινα
β) (ενν. αρχή)
το αξίωμα του κήρυκα.