κηρύκαινα
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
English (LSJ)
[ῡ], ἡ, fem. of κῆρυξ, Ar.Ec.713.
II at Alexandria, a kind of charwoman, Suid.
German (Pape)
[Seite 1434] ἡ, 1) fem. von κήρυξ, Heroldinn, Ar. Eccl. 713. – 2) in Alexandrien Weiber, welche die mit der weiblichen Reinigung befleckten Tücher (φυλάκια) aus den Häusern abholten u. ins Meer trugen, Suid.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηρύκαινα -ης, ἡ [κῆρυξ] vrouwelijke heraut.
Russian (Dvoretsky)
κηρύκαινα: (ῡ) ἡ f к κῆρυξ Arph.
Greek (Liddell-Scott)
κηρύκαινα: ῡ, ἡ, θηλ. τοῦ κῆρυξ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 713. ΙΙ. «κηρυκαίνας ἐκάλουν Ἀλεξανδρεῖς γυναῖκας, αἵτινες εἰς τὰς αὐλὰς παριοῦσαι καὶ τὰς συνοικίας ἐφ’ ᾧ τε συναγείρειν τὰ μιάσματα καὶ ἀποφέρειν εἰς θάλασσαν» Σουΐδ.
Greek Monolingual
κηρύκαινα, ἡ (Α)
1. θηλ. του κήρυξ («λαβοῦσα κηρύκαινον εὔφωνόν τίνα». Αριστοφ.)
2. στον πληθ. αἱ κηρύκαιναι
(στην Αλεξάνδρεια, κατά το λεξ. Σούδα) «γυναῖκες αἵτινες εἰς τὰς αὐλὰς παριοῦσα καὶ τὰς συνοικίας, ἐφ' ᾧ τε συναγείρειν τὰ μιάσματα καὶ ἀποφέρειν εἰς θάλασσαν», δηλ. είδος καθαριστριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρυξ, -κος + κατάλ. θηλ. -αινα (πρβλ. λέ-αινα λύκ-αινα)].