κόττος: Difference between revisions
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(6_14) |
|||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kottos | |Transliteration C=kottos | ||
|Beta Code=ko/ttos | |Beta Code=ko/ttos | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[ἀλεκτρυών]], prob. in Ezek.''Exag.''261, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; also, [[horse]], Id.<br><span class="bld">II</span> a river-fish, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''534a1.<br><span class="bld">III</span> = [[κύβος]], ''Cod.Just.''1.4.25 (529 A. D.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> coq, <i>oiseau</i>;<br /><b>2</b> chabot, <i>poisson de rivière à grosse tête</i>;<br /><b>3</b> = [[κύβος]].<br />'''Étymologie:''' DELG [[κοττίς]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κόττος:''' ὁ предполож., рыба бычок ([[Cottus]] [[gobio]]) Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόττος''': ὁ, [[ἀλέκτωρ]] · καὶ [[εἶδος]] ἵππου, Ἡσύχ. ΙΙ. [[εἶδος]] ποταμίου ἰχθύος, cottus covio, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 16. | |lstext='''κόττος''': ὁ, [[ἀλέκτωρ]] · καὶ [[εἶδος]] ἵππου, Ἡσύχ. ΙΙ. [[εἶδος]] ποταμίου ἰχθύος, cottus covio, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑM [[κόττος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ζωολ. [[γένος]] τελεόστεων οστεοϊχθύων της οικογένειας cottidae<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κύβος]], [[ζάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κόκορας]], [[πετεινός]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] ποτάμιου ψαριού («ἐν τοῖς ποταμοῖς εἰσιν ἰχθύδια [[ἄττα]] ὑπὸ ταῖς πέτραις, ἃ καλοῦσί τινες κόττους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ίππος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τη λ. [[κοττίς]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της ζωολ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cottus</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόττος]] «[[είδος]] ποτάμιου ψαριού»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:55, 24 November 2023
English (LSJ)
ὁ,
A = ἀλεκτρυών, prob. in Ezek.Exag.261, cf. Hsch.; also, horse, Id.
II a river-fish, Arist.HA534a1.
III = κύβος, Cod.Just.1.4.25 (529 A. D.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 coq, oiseau;
2 chabot, poisson de rivière à grosse tête;
3 = κύβος.
Étymologie: DELG κοττίς.
Russian (Dvoretsky)
κόττος: ὁ предполож., рыба бычок (Cottus gobio) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κόττος: ὁ, ἀλέκτωρ · καὶ εἶδος ἵππου, Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος ποταμίου ἰχθύος, cottus covio, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 16.
Greek Monolingual
ο (ΑM κόττος)
νεοελλ.
(ζωολ. γένος τελεόστεων οστεοϊχθύων της οικογένειας cottidae
μσν.-αρχ.
κύβος, ζάρι
αρχ.
1. κόκορας, πετεινός
2. είδος ποτάμιου ψαριού («ἐν τοῖς ποταμοῖς εἰσιν ἰχθύδια ἄττα ὑπὸ ταῖς πέτραις, ἃ καλοῦσί τινες κόττους», Αριστοτ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. κοττίς. Η λ. ως επιστημον. όρος της ζωολ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cottus < κόττος «είδος ποτάμιου ψαριού»].