πόθικες: Difference between revisions
From LSJ
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
(6_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pothikes | |Transliteration C=pothikes | ||
|Beta Code=po/qikes | |Beta Code=po/qikes | ||
|Definition=οἱ, (ποτί, ἱκ-νέ-ομαι) | |Definition=οἱ, (ποτί, ἱκ-νέ-ομαι) [[relatives]], [[kinsmen]], τοὶ'ς ἄσιστα π. ''IG'' 5(2).159.17 (Tegea, v B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πόθικες''': (= προσήκοντες;)· Ἐπιγρ. Τεγέας ἐν Ἐφ. Ἀρχ. βϳ περ. 410. ― Παρὰ τῷ Cauer 2 b ἡ [[λέξις]] ἐξεδόθη κατὰ συμπλήρωσιν τολμηρὰν ποθικόντες. Ἴδε [[ποθίκων]], Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη. | |lstext='''πόθικες''': (= προσήκοντες;)· Ἐπιγρ. Τεγέας ἐν Ἐφ. Ἀρχ. βϳ περ. 410. ― Παρὰ τῷ Cauer 2 b ἡ [[λέξις]] ἐξεδόθη κατὰ συμπλήρωσιν τολμηρὰν ποθικόντες. Ἴδε [[ποθίκων]], Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=οἱ, Α [[ποθίκω]]<br />(<b>δωρ. τ.</b>) οι προσήκοντες. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:27, 25 August 2023
English (LSJ)
οἱ, (ποτί, ἱκ-νέ-ομαι) relatives, kinsmen, τοὶ'ς ἄσιστα π. IG 5(2).159.17 (Tegea, v B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
πόθικες: (= προσήκοντες;)· Ἐπιγρ. Τεγέας ἐν Ἐφ. Ἀρχ. βϳ περ. 410. ― Παρὰ τῷ Cauer 2 b ἡ λέξις ἐξεδόθη κατὰ συμπλήρωσιν τολμηρὰν ποθικόντες. Ἴδε ποθίκων, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
οἱ, Α ποθίκω
(δωρ. τ.) οι προσήκοντες.