τινακτοπήληξ: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tinaktopiliks
|Transliteration C=tinaktopiliks
|Beta Code=tinaktoph/lhc
|Beta Code=tinaktoph/lhc
|Definition=ηκος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shaking the helmet</b> or <b class="b2">crest</b>, Hsch.</span>
|Definition=ηκος, ὁ, ἡ, [[shaking the helmet]] or [[crest]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῐνακτοπήληξ''': ηκος, ὁ, ἡ, ὁ τὸν πήληκα τινάσσων, ὁ σείων τὸν τῆς περικεφαλαίας λόφον, «σεισολόφος» Ἡσύχ.
|lstext='''τῐνακτοπήληξ''': ηκος, ὁ, ἡ, ὁ τὸν πήληκα τινάσσων, ὁ σείων τὸν τῆς περικεφαλαίας λόφον, «σεισολόφος» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ηκος, ὁ, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που σείει το [[λοφίο]] της περικεφαλαίας του, [[σεισόλοφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τινάσσω]] (<b>πρβλ.</b> [[τινάκτρια]], [[τινάκτωρ]]) <span style="color: red;">+</span> [[πήληξ]], -<i>ηκος</i> «[[περικεφαλαία]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐνακτοπήληξ Medium diacritics: τινακτοπήληξ Low diacritics: τινακτοπήληξ Capitals: ΤΙΝΑΚΤΟΠΗΛΗΞ
Transliteration A: tinaktopḗlēx Transliteration B: tinaktopēlēx Transliteration C: tinaktopiliks Beta Code: tinaktoph/lhc

English (LSJ)

ηκος, ὁ, ἡ, shaking the helmet or crest, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1117] ηκος, den Helm oder den Helmbusch schüttelnd, Hesych. erkl. σεισόλοφος.

Greek (Liddell-Scott)

τῐνακτοπήληξ: ηκος, ὁ, ἡ, ὁ τὸν πήληκα τινάσσων, ὁ σείων τὸν τῆς περικεφαλαίας λόφον, «σεισολόφος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ηκος, ὁ, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που σείει το λοφίο της περικεφαλαίας του, σεισόλοφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω (πρβλ. τινάκτρια, τινάκτωρ) + πήληξ, -ηκος «περικεφαλαία»].