παταγητικός: Difference between revisions
From LSJ
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
(6_11) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰτᾰγητικός''': -ή, -όν, ὁ παταγῶν, θορυβῶν, [[κόσσυφος]] παταγητικὸς ἐξ ᾠδικοῦ γενόμενος Κλήμ. Ἀλ. 221. | |lstext='''πᾰτᾰγητικός''': -ή, -όν, ὁ παταγῶν, θορυβῶν, [[κόσσυφος]] παταγητικὸς ἐξ ᾠδικοῦ γενόμενος Κλήμ. Ἀλ. 221. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παταγῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που κάνει πάταγο, [[θορυβώδης]]<br /><b>2.</b> (για [[πτηνό]]) αυτός που κρώζει («[[κόσσυφος]] [[παταγητικός]] ἐξᾠδικοῦ γενόμενος», Κλήμ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 20:15, 13 June 2022
German (Pape)
[Seite 534] klappernd, lärmend, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰτᾰγητικός: -ή, -όν, ὁ παταγῶν, θορυβῶν, κόσσυφος παταγητικὸς ἐξ ᾠδικοῦ γενόμενος Κλήμ. Ἀλ. 221.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α παταγῶ
1. αυτός που κάνει πάταγο, θορυβώδης
2. (για πτηνό) αυτός που κρώζει («κόσσυφος παταγητικός ἐξᾠδικοῦ γενόμενος», Κλήμ.).