προδιαναπαύω: Difference between revisions

From LSJ

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254
(6_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prodianapayo
|Transliteration C=prodianapayo
|Beta Code=prodianapau/w
|Beta Code=prodianapau/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">take an interval of rest beforehand</b>, <span class="bibl">Diocl.Fr.141</span>.</span>
|Definition=[[take an interval of rest beforehand]], Diocl.Fr.141.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προδιαναπαύω''': [[διαναπαύω]] πρότερον, Προκόπ. ἐν Maï Auct. Class. τ. 6, σ. 36.
|lstext='''προδιαναπαύω''': [[διαναπαύω]] πρότερον, Προκόπ. ἐν Maï Auct. Class. τ. 6, σ. 36.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[επιτρέπω]] σε κάποιον να αναπαυθεί για λίγο [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>προδιαναπαύομαι</i><br />αναπαύομαι για λίγο, [[κάνω]] [[διάλειμμα]] [[πριν]] να [[κάνω]] [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διαναπαύω]] «[[κάνω]] [[διάλειμμα]] αναπαύσεως»].
}}
}}

Latest revision as of 12:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιαναπαύω Medium diacritics: προδιαναπαύω Low diacritics: προδιαναπαύω Capitals: ΠΡΟΔΙΑΝΑΠΑΥΩ
Transliteration A: prodianapaúō Transliteration B: prodianapauō Transliteration C: prodianapayo Beta Code: prodianapau/w

English (LSJ)

take an interval of rest beforehand, Diocl.Fr.141.

Greek (Liddell-Scott)

προδιαναπαύω: διαναπαύω πρότερον, Προκόπ. ἐν Maï Auct. Class. τ. 6, σ. 36.

Greek Monolingual

Α
1. επιτρέπω σε κάποιον να αναπαυθεί για λίγο προηγουμένως
2. μέσ. προδιαναπαύομαι
αναπαύομαι για λίγο, κάνω διάλειμμα πριν να κάνω κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαναπαύω «κάνω διάλειμμα αναπαύσεως»].