περιστρατοπεδεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source
(6_5)
(1ba)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιστρᾰτοπεδεύομαι''': ἀποθ., [[στρατοπεδεύω]] ὁλόγυρα, κυκλώνω, πολιορκῶ· ἀπολ. ἢ μετ’ αἰτ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 7, Κύρ. 3. 1, 6, κτλ. ― Τὰ ἐνεργ. παρὰ μεταγεν., Πολύβ. 1. 30, 5., 2. 2, 7, Πλουτ. Φάβ. 22, κτλ.
|lstext='''περιστρᾰτοπεδεύομαι''': ἀποθ., [[στρατοπεδεύω]] ὁλόγυρα, κυκλώνω, πολιορκῶ· ἀπολ. ἢ μετ’ αἰτ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 7, Κύρ. 3. 1, 6, κτλ. ― Τὰ ἐνεργ. παρὰ μεταγεν., Πολύβ. 1. 30, 5., 2. 2, 7, Πλουτ. Φάβ. 22, κτλ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιστρᾰτοπεδεύομαι:''' μέλ. <i>-εύσομαι</i>, αποθ., [[κατασκηνώνω]], [[περιβάλλω]], [[κυκλώνω]], απόλ. ή με αιτ., σε Ξεν.· η Ενεργ., σε μεταγεν. συγγραφείς, σε Πολύβ., Πλούτ. κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -εύσομαι<br />Dep. to [[encamp]] [[about]], [[invest]], absol. or c. acc., Xen.:—the Act. in [[later]] writers, Polyb., Plut., etc.
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 594] ringsum ein Lager schlagen, umlagern; Xen. Cyr. 3, 1, 6; τὴν πόλιν, Pol. 1, 30, 5, u. öfter im act., wie Plut. Fab. 22, D. Hal. 6, 29.

Greek (Liddell-Scott)

περιστρᾰτοπεδεύομαι: ἀποθ., στρατοπεδεύω ὁλόγυρα, κυκλώνω, πολιορκῶ· ἀπολ. ἢ μετ’ αἰτ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 7, Κύρ. 3. 1, 6, κτλ. ― Τὰ ἐνεργ. παρὰ μεταγεν., Πολύβ. 1. 30, 5., 2. 2, 7, Πλουτ. Φάβ. 22, κτλ.

Greek Monotonic

περιστρᾰτοπεδεύομαι: μέλ. -εύσομαι, αποθ., κατασκηνώνω, περιβάλλω, κυκλώνω, απόλ. ή με αιτ., σε Ξεν.· η Ενεργ., σε μεταγεν. συγγραφείς, σε Πολύβ., Πλούτ. κ.λπ.

Middle Liddell

fut. -εύσομαι
Dep. to encamp about, invest, absol. or c. acc., Xen.:—the Act. in later writers, Polyb., Plut., etc.