ὀρειτύπος: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(6_3) |
m (Text replacement - "Theophrastus ''HP''" to "Thphr. ''HP''") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oreitypos | |Transliteration C=oreitypos | ||
|Beta Code=o)reitu/pos | |Beta Code=o)reitu/pos | ||
|Definition=[ῠ], ον, (τύπτω) | |Definition=[ῠ], ον, ([[τύπτω]]) [[working in the mountains]]: [[ὀρειτύποι]], acc. to Gal. 17(2).49, were [[wood-cutters]] and [[quarry-men]], [[who brought down materials from the mountains]]:—so ὀρεοτύποι, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]''3.3.7, 3.12.4, al. (but ὀρει- ''CP''5.11.3); ὀροιτύποι, Nic.''Th.''5,377, ''AP''7.445 (Pers.), ''Eleg.Alex.Adesp.''1.6; cf. also [[ὀροτύπος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρειτύπος''': [ῠ], -ον, ([[τύπτω]]) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων ἐργαζόμενος, ὀρειτύποι, κατὰ τὸν Γαλην. 9. 449C, ἦσαν οἱ λατόμοι καὶ ὑλοτόμοι οἱ καταβιβάζοντες ὑλικὸν ἐκ τῶν ὀρέων· [[οὕτως]] ὀρεοτύποι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 3, 7., 3. 12, 4, κ. ἀλλ.· ὀροιτύποι, Νικ. Θηρ. 5, 377, Ἀνθ. Π. 7. 445· - πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ὀροτύπος]]. | |lstext='''ὀρειτύπος''': [ῠ], -ον, ([[τύπτω]]) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων ἐργαζόμενος, ὀρειτύποι, κατὰ τὸν Γαλην. 9. 449C, ἦσαν οἱ λατόμοι καὶ ὑλοτόμοι οἱ καταβιβάζοντες ὑλικὸν ἐκ τῶν ὀρέων· [[οὕτως]] ὀρεοτύποι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 3, 7., 3. 12, 4, κ. ἀλλ.· ὀροιτύποι, Νικ. Θηρ. 5, 377, Ἀνθ. Π. 7. 445· - πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ὀροτύπος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρειτύπος]] και [[ὀρεοτύπος]] και [[ὀροιτύπος]] και [[ὀροτύπος]], -ον (Α)<br />αυτός που εργάζεται στα όρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- / <i>ὀρεο</i>- / <i>ὀρο</i>- / <i>ὀροι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]»), [[πρβλ]]. [[χαλκοτύπος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:23, 1 November 2024
English (LSJ)
[ῠ], ον, (τύπτω) working in the mountains: ὀρειτύποι, acc. to Gal. 17(2).49, were wood-cutters and quarry-men, who brought down materials from the mountains:—so ὀρεοτύποι, Thphr. HP3.3.7, 3.12.4, al. (but ὀρει- CP5.11.3); ὀροιτύποι, Nic.Th.5,377, AP7.445 (Pers.), Eleg.Alex.Adesp.1.6; cf. also ὀροτύπος.
German (Pape)
[Seite 372] in den Gebirgen hauend; Holz fällend, Pers. Theb. 7 (VII, 445), wo auf dem Grabe als Zeichen ihres Gewerbes δουροτόμοι πελέκεις abgebildet sind; Steine behauend, übh. Bergarbeit verrichtend (?). – Aber ὀρειτύποι Γίγαντες sind die Giganten, welche mit abgerissenen Bergspitzen um sich schlagen, poet. in VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειτύπος: [ῠ], -ον, (τύπτω) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων ἐργαζόμενος, ὀρειτύποι, κατὰ τὸν Γαλην. 9. 449C, ἦσαν οἱ λατόμοι καὶ ὑλοτόμοι οἱ καταβιβάζοντες ὑλικὸν ἐκ τῶν ὀρέων· οὕτως ὀρεοτύποι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 3, 7., 3. 12, 4, κ. ἀλλ.· ὀροιτύποι, Νικ. Θηρ. 5, 377, Ἀνθ. Π. 7. 445· - πρβλ. ὡσαύτως ὀροτύπος.
Greek Monolingual
ὀρειτύπος και ὀρεοτύπος και ὀροιτύπος και ὀροτύπος, -ον (Α)
αυτός που εργάζεται στα όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρεο- / ὀρο- / ὀροι- (βλ. λ. όρος [II]) + -τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκοτύπος.