σωματοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you

Source
(6_17)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωμᾰτοκτόνος''': -ον, ὁ ἀποκτείνων τὸ [[σῶμα]], μὴ φοβηθῶμεν τοὺς σωματοκτόνους Θεόδ. Στουδ. σ. 339Ε.
|lstext='''σωμᾰτοκτόνος''': -ον, ὁ ἀποκτείνων τὸ [[σῶμα]], μὴ φοβηθῶμεν τοὺς σωματοκτόνους Θεόδ. Στουδ. σ. 339Ε.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που σκοτώνει, που φονεύει το [[σώμα]], [[αλλά]] δεν μπορεί να φονεύσει την [[ψυχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), [[πρβλ]]. [[πατροκτόνος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:29, 25 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων τὸ σῶμα, μὴ φοβηθῶμεν τοὺς σωματοκτόνους Θεόδ. Στουδ. σ. 339Ε.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που σκοτώνει, που φονεύει το σώμα, αλλά δεν μπορεί να φονεύσει την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. πατροκτόνος.