κοπροβόρος: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(6_19) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοπροβόρος''': -ον, τρώγων κόπρον, ἐπί τοῦ ἔποπος, Κύριλλ. | |lstext='''κοπροβόρος''': -ον, τρώγων κόπρον, ἐπί τοῦ ἔποπος, Κύριλλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (Α [[κοπροβόρος]], -ον)<br />(για έντομα ή πτηνά) αυτός που [[συνήθως]] τρώγει κόπρο, [[κοπροφάγος]] (α. «[[ἔποψ]] [[κοπροβόρος]]» β. «μυῖαι κοπροβόροι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]]), [[πρβλ]]. [[αιμοβόρος]], [[σαρκοβόρος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:40, 6 February 2024
Greek (Liddell-Scott)
κοπροβόρος: -ον, τρώγων κόπρον, ἐπί τοῦ ἔποπος, Κύριλλ.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α κοπροβόρος, -ον)
(για έντομα ή πτηνά) αυτός που συνήθως τρώγει κόπρο, κοπροφάγος (α. «ἔποψ κοπροβόρος» β. «μυῖαι κοπροβόροι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμοβόρος, σαρκοβόρος].