ἀνεκπλήρωτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anekplirotos | |Transliteration C=anekplirotos | ||
|Beta Code=a)nekplh/rwtos | |Beta Code=a)nekplh/rwtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνεκπλήρωτον, [[incapable of fulfilment]], τἀγαθὸν ἀνεκπλήρωτον Phld.''D.''1.12. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[imposible de realizar]] τἀγαθόν Phld.<i>D</i>.1.12. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεκπλήρωτος''': -ον, ὁ μὴ πληρωθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ πληρωθῇ, Ἀποσπ. Ἡρακλεωτ. σ. 211 Scott. | |lstext='''ἀνεκπλήρωτος''': -ον, ὁ μὴ πληρωθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ πληρωθῇ, Ἀποσπ. Ἡρακλεωτ. σ. 211 Scott. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεκπλήρωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] δυνατόν να εκπληρωθεί, [[απραγματοποίητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν έχει [[ακόμη]] ολοκληρωθεί. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:39, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνεκπλήρωτον, incapable of fulfilment, τἀγαθὸν ἀνεκπλήρωτον Phld.D.1.12.
Spanish (DGE)
-ον imposible de realizar τἀγαθόν Phld.D.1.12.
German (Pape)
[Seite 221] nicht auszufüllen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκπλήρωτος: -ον, ὁ μὴ πληρωθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ πληρωθῇ, Ἀποσπ. Ἡρακλεωτ. σ. 211 Scott.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεκπλήρωτος, -ον)
αυτός που δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθεί, απραγματοποίητος
νεοελλ.
εκείνος που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.