κατώφορος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katoforos
|Transliteration C=katoforos
|Beta Code=katw/foros
|Beta Code=katw/foros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">having a downward tendency</b>, <span class="bibl">Phlp.<span class="title">in Mete.</span>30.19</span>, <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Ph.</span>671.32</span>.</span>
|Definition=κατώφορον, [[having a downward tendency]], Phlp.''in Mete.''30.19, Simp.''in Ph.''671.32.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατώφορος''': -ον, φερόμενος πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἀλέξ. Ἀφρ. (;)
|lstext='''κατώφορος''': -ον, φερόμενος πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἀλέξ. Ἀφρ. (;)
}}
{{grml
|mltxt=[[κατώφορος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κατώφορον</i><br />[[κατηφορικός]] [[δρόμος]], [[κατηφοριά]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κλίνει [[προς]] τα [[κάτω]], αυτός που έχει κατηφορική [[κλίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάτω]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>υπό</i>-<i>φορος</i>, [[παρά]]-<i>φορος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατώφορος Medium diacritics: κατώφορος Low diacritics: κατώφορος Capitals: ΚΑΤΩΦΟΡΟΣ
Transliteration A: katṓphoros Transliteration B: katōphoros Transliteration C: katoforos Beta Code: katw/foros

English (LSJ)

κατώφορον, having a downward tendency, Phlp.in Mete.30.19, Simp.in Ph.671.32.

German (Pape)

[Seite 1407] sich herunter, abwärts bewegend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατώφορος: -ον, φερόμενος πρὸς τὰ κάτω, Ἀλέξ. Ἀφρ. (;)

Greek Monolingual

κατώφορος, -ον (ΑΜ)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κατώφορον
κατηφορικός δρόμος, κατηφοριά
αρχ.
αυτός που κλίνει προς τα κάτω, αυτός που έχει κατηφορική κλίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αν-υπό-φορος, παρά-φορος].