πρόπλους: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
(6_15)
 
(CSV import)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><i>contr. att.</i><br />v. [[πρόπλοος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πρόπλους -ουν, Ion. πρόπλοος -οον [προπλέω] vooruit varend:. αἱ πρόπλοι de voorhoede van de vloot Isocr. 4.92.
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, και -οος, -οον, Α [[προπλέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που προπλέει, που πλέει [[πρώτος]], αυτός που προηγείται σε πλου για λόγους ασφαλείας<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πρόπλους]]<br />[[πλους]] [[πριν]] από τους άλλους, προηγούμενος [[πλους]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ πρόπλοι</i><br />(ενν. [[νῆες]]) πλοία που προηγούνται και οδηγούν τα άλλα που ακολουθούν.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόπλους''': ὁ, ὁ [[πλέων]] πρότερον ἢ πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 112.
|lstext='''πρόπλους''': ὁ, ὁ [[πλέων]] πρότερον ἢ πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 112.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρό-πλους, ουν,<br />[[sailing]] [[before]] or in [[advance]], αἱ πρόπλοι [[νῆες]] the [[leading]] ships, Thuc.
}}
{{pape
|ptext=zusammengezogen aus [[πρόπλοος]].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[praemissa]] (navis)'', [[ship sent ahead]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.44.4/ 6.44.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.46.1/ 6.46.1].
}}
}}

Latest revision as of 14:43, 16 November 2024

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
contr. att.
v. πρόπλοος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόπλους -ουν, Ion. πρόπλοος -οον [προπλέω] vooruit varend:. αἱ πρόπλοι de voorhoede van de vloot Isocr. 4.92.

Greek Monolingual

-ουν, και -οος, -οον, Α προπλέω
1. αυτός που προπλέει, που πλέει πρώτος, αυτός που προηγείται σε πλου για λόγους ασφαλείας
2. το αρσ. ως ουσ.πρόπλους
πλους πριν από τους άλλους, προηγούμενος πλους
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ πρόπλοι
(ενν. νῆες) πλοία που προηγούνται και οδηγούν τα άλλα που ακολουθούν.

Greek (Liddell-Scott)

πρόπλους: ὁ, ὁ πλέων πρότερον ἢ πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 112.

Middle Liddell

πρό-πλους, ουν,
sailing before or in advance, αἱ πρόπλοι νῆες the leading ships, Thuc.

German (Pape)

zusammengezogen aus πρόπλοος.

Lexicon Thucydideum

praemissa (navis), ship sent ahead, 6.44.4, 6.46.1.