κυνόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kynoglossos
|Transliteration C=kynoglossos
|Beta Code=kuno/glwssos
|Beta Code=kuno/glwssos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dog-tongued</b>: hence </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> <b class="b3">κυνόγλωσσος, ὁ</b>, kind of <b class="b2">fish</b>, <span class="bibl">Epich. 44</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">hound's tongue, Cynoglossum Columnae</b>, Nic.<span class="title">Fr.</span>71:—also κῠνό-γλωσσον, τό, Ps.-Dsc.4.127, Zopyr. ap. <span class="bibl">Orib.14.62.1</span>.</span>
|Definition=κυνόγλωσσον,<br><span class="bld">A</span> [[dog-tongued]]: hence<br><span class="bld">1</span> [[κυνόγλωσσος]], ὁ, kind of [[fish]], Epich. 44.<br><span class="bld">2</span> [[hound's tongue]], [[Cynoglossum columnae]], Nic.''Fr.''71:—also [[κυνόγλωσσον]], τό, Ps.-Dsc.4.127, Zopyr. ap. Orib.14.62.1.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κυνόγλωσσος''': -ον, ἔχων γλῶσσαν κυνός, Ἐπίχ. 52 Ahr. ΙΙ. κυνόγλωσσον, τό, «σκυλλόγλωσσα», [[βοτάνη]] τις, Cynoglossum officinale, Διοσκ. 4. 129.
|lstext='''κυνόγλωσσος''': -ον, ἔχων γλῶσσαν κυνός, Ἐπίχ. 52 Ahr. ΙΙ. κυνόγλωσσον, τό, «σκυλλόγλωσσα», [[βοτάνη]] τις, Cynoglossum officinale, Διοσκ. 4. 129.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ό (Α [[κυνόγλωσσος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[γλώσσα]] όμοια με τη [[γλώσσα]] του σκύλου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κυνόγλωσσο</i>(<i>ν</i>)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] βοραγινίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κυνόγλωσσος]]<br />α) [[είδος]] ψαριού<br />β) το [[φυτό]] κυνόγλωσσο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), [[πρβλ]]. <i>θεό</i>-<i>γλωσσος</i>, [[κακό]]-<i>γλωσσος</i>].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>ein [[Fisch]]</i>, Epicharm. bei Ath. VII.288b und 308e. Vgl. [[κυνόγλωσσον]].
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνόγλωσσος Medium diacritics: κυνόγλωσσος Low diacritics: κυνόγλωσσος Capitals: ΚΥΝΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: kynóglōssos Transliteration B: kynoglōssos Transliteration C: kynoglossos Beta Code: kuno/glwssos

English (LSJ)

κυνόγλωσσον,
A dog-tongued: hence
1 κυνόγλωσσος, ὁ, kind of fish, Epich. 44.
2 hound's tongue, Cynoglossum columnae, Nic.Fr.71:—also κυνόγλωσσον, τό, Ps.-Dsc.4.127, Zopyr. ap. Orib.14.62.1.

Greek (Liddell-Scott)

κυνόγλωσσος: -ον, ἔχων γλῶσσαν κυνός, Ἐπίχ. 52 Ahr. ΙΙ. κυνόγλωσσον, τό, «σκυλλόγλωσσα», βοτάνη τις, Cynoglossum officinale, Διοσκ. 4. 129.

Greek Monolingual

-η, -ό (Α κυνόγλωσσος, -ον)
1. αυτός που έχει γλώσσα όμοια με τη γλώσσα του σκύλου
2. το ουδ. ως ουσ. το κυνόγλωσσο(ν)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια βοραγινίδες
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.κυνόγλωσσος
α) είδος ψαριού
β) το φυτό κυνόγλωσσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. θεό-γλωσσος, κακό-γλωσσος].

German (Pape)

ὁ, ein Fisch, Epicharm. bei Ath. VII.288b und 308e. Vgl. κυνόγλωσσον.