κωπηλατικός: Difference between revisions

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kopilatikos
|Transliteration C=kopilatikos
|Beta Code=kwphlatiko/s
|Beta Code=kwphlatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of rowers</b>, ἐπίφθεγμα Hsch. s.v. [[ἄρρυ; πόνοι]] Sch.<span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>4.76</span>.</span>
|Definition=κωπηλατική, κωπηλατικόν, [[of rowers]], ἐπίφθεγμα [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἄρρυ; πόνοι]] Sch.Opp.''H.''4.76.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωπηλᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κωπηλάτην, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄρρυ.
|lstext='''κωπηλᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κωπηλάτην, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄρρυ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κωπηλατικός]], -ή, -όν) [[κωπηλάτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωπηλάτη ή στην [[κωπηλασία]] («κωπηλατικοί αγώνες»).
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωπηλᾰτικός Medium diacritics: κωπηλατικός Low diacritics: κωπηλατικός Capitals: ΚΩΠΗΛΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kōpēlatikós Transliteration B: kōpēlatikos Transliteration C: kopilatikos Beta Code: kwphlatiko/s

English (LSJ)

κωπηλατική, κωπηλατικόν, of rowers, ἐπίφθεγμα Hsch. s.v. ἄρρυ; πόνοι Sch.Opp.H.4.76.

German (Pape)

[Seite 1546] ή, όν, der Ruderer, das Rudern betreffend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κωπηλᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κωπηλάτην, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄρρυ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κωπηλατικός, -ή, -όν) κωπηλάτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωπηλάτη ή στην κωπηλασία («κωπηλατικοί αγώνες»).