χαριτόβρυτος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source
(6_15)
 
(46)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαρῐτόβρῡτος''': -ον, ([[βρύω]]) χάριτας βρύων, [[πλήρης]] χάριτος, λειμὼν [[χαριτόβρυτος]] εὑρέθης μόνη Νικήτ. Εὐγεν. 6. 567.
|lstext='''χαρῐτόβρῡτος''': -ον, ([[βρύω]]) χάριτας βρύων, [[πλήρης]] χάριτος, λειμὼν [[χαριτόβρυτος]] εὑρέθης μόνη Νικήτ. Εὐγεν. 6. 567.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[χαριτόβρυτος]], -ον, ΝΜ<br />[[γεμάτος]] χάρες, [[γεμάτος]] θέλγητρα, τρισχαριτωμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χαριτοβρύτως</i> Ν<br />με [[χάρη]], με [[γοητεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρύω]] «[[ξεχειλίζω]], [[είμαι]] [[γεμάτος]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 12:52, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

χαρῐτόβρῡτος: -ον, (βρύω) χάριτας βρύων, πλήρης χάριτος, λειμὼν χαριτόβρυτος εὑρέθης μόνη Νικήτ. Εὐγεν. 6. 567.

Greek Monolingual

-η, -ο / χαριτόβρυτος, -ον, ΝΜ
γεμάτος χάρες, γεμάτος θέλγητρα, τρισχαριτωμένος.
επίρρ...
χαριτοβρύτως Ν
με χάρη, με γοητεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -βρυτος (< βρύω «ξεχειλίζω, είμαι γεμάτος»)].