πολυκύμαντος: Difference between revisions
(6_23) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠκύμαντος''': καὶ -κύμᾰτος, ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμάτων σαλευόμενος, Ἄννα Κομν. σ. 445Α, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀκύμονος. | |lstext='''πολῠκύμαντος''': καὶ -κύμᾰτος, ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμάτων σαλευόμενος, Ἄννα Κομν. σ. 445Α, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀκύμονος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πολυκύμαντος]], -ον, ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πολυτάραχος]], [[περιπετειώδης]] (α. «πολυκύμαντη [[σταδιοδρομία]]», β. «[[πολυκύμαντος]] [[βίος]]»)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κυματίζει πολύ, που έχει [[πολλά]] κύματα («[[πολυκύμαντος]] [[θάλασσα]]», Άννα Κομν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κύμαντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κυμαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ακύμαντος]], [[ευκύμαντος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:44, 9 May 2023
German (Pape)
[Seite 665] viel od. sehr wogend, nur Conj. für πολυαίματος, s. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκύμαντος: καὶ -κύμᾰτος, ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμάτων σαλευόμενος, Ἄννα Κομν. σ. 445Α, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀκύμονος.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυκύμαντος, -ον, ΝΜ
νεοελλ.
πολυτάραχος, περιπετειώδης (α. «πολυκύμαντη σταδιοδρομία», β. «πολυκύμαντος βίος»)
μσν.
αυτός που κυματίζει πολύ, που έχει πολλά κύματα («πολυκύμαντος θάλασσα», Άννα Κομν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κύμαντος (< κυμαίνω), πρβλ. ακύμαντος, ευκύμαντος].