ὄζαινα: Difference between revisions
(6_9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ozaina | |Transliteration C=ozaina | ||
|Beta Code=o)/zaina | |Beta Code=o)/zaina | ||
|Definition=ἡ, (ὄζω) < | |Definition=ἡ, ([[ὄζω]])<br><span class="bld">A</span> a [[fetid polypus]] in the nose, Gal.12.678, Poll.4.204, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1088.28.<br><span class="bld">II</span> [[a strong-smelling sea-polypus]], also called [[ὀσμύλη]] and [[βολβίταινα]], Call.''Fr.''38. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄζαινα''': ἡ, (ὄζω) «[[ἕλκωσις]] ἐν τῷ βάθει τῶν μυκτήρων [[μέχρι]] τῶν καλουμένων ἠθμοειδῶν σαρκῶν, πυῶδες καὶ δυσῶδες ὑγρὸν ἀφιεῖσα, τὴν αἴσθησιν ἐμποδίζουσα» | |lstext='''ὄζαινα''': ἡ, (ὄζω) «[[ἕλκωσις]] ἐν τῷ βάθει τῶν μυκτήρων [[μέχρι]] τῶν καλουμένων ἠθμοειδῶν σαρκῶν, πυῶδες καὶ δυσῶδες ὑγρὸν ἀφιεῖσα, τὴν αἴσθησιν ἐμποδίζουσα» Πολυδ. Δ΄, 204. ΙΙ. [[θαλάσσιος]] [[πολύπους]] βαρεῖαν ἐκπέμπων ὀσμήν, καλούμενος [[ὡσαύτως]] [[ὀσμύλος]], [[ὀσμύλη]] ἢ ὀσμυλία, κοινῶς «μοσχοκτάποδον», Καλλ. Ἀποσπ. 28. - [[Κατὰ]] Κοραῆν (Ξενοκρ. κ. Γαλην. σ. 194) «τῶν ὀσμηρῶν δὲ τούτων πολυπόδων ἦν καὶ ἡ [[βολίταινα]] καὶ ἡ [[ἑλεδώνη]], ἃς οἱ μὲν τὰς αὐτὰς [[εἶναι]] βούλονται τοῖς ὀσμύλοις, οἱ δὲ τῷ βαρυτέρῳ τῆς ὀσμῆς διαφέρειν ἐκείνων» κτλ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, (ὄζω)
A a fetid polypus in the nose, Gal.12.678, Poll.4.204, POxy.1088.28.
II a strong-smelling sea-polypus, also called ὀσμύλη and βολβίταινα, Call.Fr.38.
German (Pape)
[Seite 295] ἡ, ein übelriechendes Gewächs in der Nase, ein Na senpolyp, Medic. – Auch ein starkriechender Meerpolyp, Ath. VII, 329 a.
Greek (Liddell-Scott)
ὄζαινα: ἡ, (ὄζω) «ἕλκωσις ἐν τῷ βάθει τῶν μυκτήρων μέχρι τῶν καλουμένων ἠθμοειδῶν σαρκῶν, πυῶδες καὶ δυσῶδες ὑγρὸν ἀφιεῖσα, τὴν αἴσθησιν ἐμποδίζουσα» Πολυδ. Δ΄, 204. ΙΙ. θαλάσσιος πολύπους βαρεῖαν ἐκπέμπων ὀσμήν, καλούμενος ὡσαύτως ὀσμύλος, ὀσμύλη ἢ ὀσμυλία, κοινῶς «μοσχοκτάποδον», Καλλ. Ἀποσπ. 28. - Κατὰ Κοραῆν (Ξενοκρ. κ. Γαλην. σ. 194) «τῶν ὀσμηρῶν δὲ τούτων πολυπόδων ἦν καὶ ἡ βολίταινα καὶ ἡ ἑλεδώνη, ἃς οἱ μὲν τὰς αὐτὰς εἶναι βούλονται τοῖς ὀσμύλοις, οἱ δὲ τῷ βαρυτέρῳ τῆς ὀσμῆς διαφέρειν ἐκείνων» κτλ.