λυγιστός: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(6_11)
 
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῠγιστός''': -ή, -όν, κεκαμμένος, [[εὔκαμπτος]], Γλωσσ.
|lstext='''λῠγιστός''': -ή, -όν, κεκαμμένος, [[εὔκαμπτος]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό [[λυγίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να καμφθεί, να λυγιστεί, [[εύκαμπτος]]<br /><b>2.</b> λυγισμένος, κεκαμμένος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κουνιστός]] και [[λυγιστός]]» ή «[[σειστός]] και [[λυγιστός]]» — αυτός που κουνιέται χαριτωμένα, [[ναζιάρης]], [[σκερτσόζος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[gebogen]], zu [[biegen]], [[biegsam]]</i>.
}}
}}

Latest revision as of 16:43, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

λῠγιστός: -ή, -όν, κεκαμμένος, εὔκαμπτος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ή, -ό λυγίζω
1. αυτός που μπορεί να καμφθεί, να λυγιστεί, εύκαμπτος
2. λυγισμένος, κεκαμμένος
3. φρ. «κουνιστός και λυγιστός» ή «σειστός και λυγιστός» — αυτός που κουνιέται χαριτωμένα, ναζιάρης, σκερτσόζος.

German (Pape)

gebogen, zu biegen, biegsam.