τλησίπονος: Difference between revisions

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tlisiponos
|Transliteration C=tlisiponos
|Beta Code=tlhsi/ponos
|Beta Code=tlhsi/ponos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">patient of toil</b>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>4.4</span>, <span class="bibl"><span class="title">H.</span>1.35</span>.</span>
|Definition=τλησίπονον, [[patient of toil]], Opp.''C.''4.4, ''H.''1.35.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τλησίπονος''': -ον, ὁ ὑπομένων τοὺς κόπους, [[καρτερικός]], Ὀππ. Κυν. 4. 4, Ἁλ. 1. 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τλησίπονος]]· [[τολμηρός]], [[καρτερικός]]».
|lstext='''τλησίπονος''': -ον, ὁ ὑπομένων τοὺς κόπους, [[καρτερικός]], Ὀππ. Κυν. 4. 4, Ἁλ. 1. 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τλησίπονος]]· [[τολμηρός]], [[καρτερικός]]».
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που υπομένει κόπους και ταλαιπωρίες, [[καρτερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τλη</i>-<i>σι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>τλή</i>-<i>θυμος</i> και [[τάλας]]), σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] ([[πρβλ]]. [[λυσίπονος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τλησῐπονος Medium diacritics: τλησίπονος Low diacritics: τλησίπονος Capitals: ΤΛΗΣΙΠΟΝΟΣ
Transliteration A: tlēsíponos Transliteration B: tlēsiponos Transliteration C: tlisiponos Beta Code: tlhsi/ponos

English (LSJ)

τλησίπονον, patient of toil, Opp.C.4.4, H.1.35.

German (Pape)

[Seite 1123] Arbeit oder Mühsal ertragend, standhaft aushaltend; Nonn. D. 9, 301; Opp. Cyn. 4, 4 und Hal. 1, 35.

Greek (Liddell-Scott)

τλησίπονος: -ον, ὁ ὑπομένων τοὺς κόπους, καρτερικός, Ὀππ. Κυν. 4. 4, Ἁλ. 1. 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τλησίπονος· τολμηρός, καρτερικός».

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που υπομένει κόπους και ταλαιπωρίες, καρτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη-σι- (βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) + πόνος (πρβλ. λυσίπονος)].