ἐλαφογενής: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6_7)
(11)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλᾰφογενής''': -ές, ὁ ἐξ ἐλάφου γενόμενος, «ἐλαφογενές· τῆς ἐλάφου ὁ μυελὸς» Ἡσύχ.
|lstext='''ἐλᾰφογενής''': -ές, ὁ ἐξ ἐλάφου γενόμενος, «ἐλαφογενές· τῆς ἐλάφου ὁ μυελὸς» Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές neutr. subst. τὸ ἐ. [[médula de cierva]] Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐλαφογενής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται ή γίνεται από [[ελάφι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ο [[μυελός]] του ελαφιού.
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 792] ές, vom Hirsche kommend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλᾰφογενής: -ές, ὁ ἐξ ἐλάφου γενόμενος, «ἐλαφογενές· τῆς ἐλάφου ὁ μυελὸς» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ές neutr. subst. τὸ ἐ. médula de cierva Hsch.

Greek Monolingual

ἐλαφογενής, -ές (Α)
1. αυτός που προέρχεται ή γίνεται από ελάφι
2. το ουδ. ως ουσ. ο μυελός του ελαφιού.