στιβίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stivizomai | |Transliteration C=stivizomai | ||
|Beta Code=stibi/zomai | |Beta Code=stibi/zomai | ||
|Definition=Med. or Pass., | |Definition=Med. or Pass., [[paint one's]] eyelids and eyebrows [[with black paint]] ([[στίβι]]), [[LXX]] ''Ez.''23.40, Str.16.4.17, Cyran.64. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στῐβίζομαι''': μέσ. ἢ παθ., [[βάπτω]] τὰ βλέφαρα καὶ τὰς ὀφρῦς μου μὲ μέλαιναν βαφὴν ([[στίβι]]), Στράβ. 775, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΚΓ΄, 40), Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 5. 18. ― Ἡμαρτημένως φέρεται στιβάζομαι παρὰ τῶ Mar’ s Spicil. 2. 189Β, κτλ. | |lstext='''στῐβίζομαι''': μέσ. ἢ παθ., [[βάπτω]] τὰ βλέφαρα καὶ τὰς ὀφρῦς μου μὲ μέλαιναν βαφὴν ([[στίβι]]), Στράβ. 775, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΚΓ΄, 40), Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 5. 18. ― Ἡμαρτημένως φέρεται στιβάζομαι παρὰ τῶ Mar’ s Spicil. 2. 189Β, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[στιμμίζω]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στῐβίζομαι:''' Μέσ. ή Παθ., [[βάφω]] τις βλεφαρίδες και τα βλέφαρά μου με μαύρη [[βαφή]] ([[στίβι]]), σε Στράβ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=στῐβίζομαι,<br />Mid. or Pass. to [[paint]] one's eyelids and eyebrows with [[black]] [[paint]] (στίβἰ, Strab. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:13, 25 August 2023
English (LSJ)
Med. or Pass., paint one's eyelids and eyebrows with black paint (στίβι), LXX Ez.23.40, Str.16.4.17, Cyran.64.
Greek (Liddell-Scott)
στῐβίζομαι: μέσ. ἢ παθ., βάπτω τὰ βλέφαρα καὶ τὰς ὀφρῦς μου μὲ μέλαιναν βαφὴν (στίβι), Στράβ. 775, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΚΓ΄, 40), Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 5. 18. ― Ἡμαρτημένως φέρεται στιβάζομαι παρὰ τῶ Mar’ s Spicil. 2. 189Β, κτλ.
Greek Monolingual
Α
βλ. στιμμίζω.
Greek Monotonic
στῐβίζομαι: Μέσ. ή Παθ., βάφω τις βλεφαρίδες και τα βλέφαρά μου με μαύρη βαφή (στίβι), σε Στράβ.
Middle Liddell
στῐβίζομαι,
Mid. or Pass. to paint one's eyelids and eyebrows with black paint (στίβἰ, Strab.