εὐδιάσειστος: Difference between revisions

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
(CSV import)
 
m (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evdiaseistos
|Transliteration C=evdiaseistos
|Beta Code=eu)dia/seistos
|Beta Code=eu)dia/seistos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">easily shaken</b>, ἀνέμῳ <span class="bibl"><span class="title">EM</span>104.5</span>, cf. Hsch.s.v. [[ῥαδινόν]], etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">easy to disprove</b>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>4.23</span>.</span>
|Definition=εὐδιάσειστον,<br><span class="bld">A</span> [[easily shaken]], ἀνέμῳ ''EM''104.5, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[s.v.]] [[ῥαδινόν]], etc.<br><span class="bld">II</span> [[easy to disprove]], A.D.''Pron.''4.23.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1062.png Seite 1062]] wohl durchschüttelt; leicht zu erschüttern, zu widerlegen, Schol. Il. 5, 226; Apoll. Dysc. Pron. 386.
}}
{{ls
|lstext='''εὐδιάσειστος''': -ον, εὐκόλως διασειόμενος, Ἐτυμ. Μ. 104. 5, κλ. ΙΙ. ὃν εὐκόλως ἀνασκευάζει τις, Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 3Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐδιάσειστος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που σείεται εύκολα («διὰ τὸ [[φύλλον]] εὐδιάσειστον [[εἶναι]] παντὶ ἀνέμῳ», Ε. Μ.)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ανασκευάσει, να αναιρέσει εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[διάσειστος]] (<span style="color: red;"><</span> [[διασείω]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:08, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιάσειστος Medium diacritics: εὐδιάσειστος Low diacritics: ευδιάσειστος Capitals: ΕΥΔΙΑΣΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eudiáseistos Transliteration B: eudiaseistos Transliteration C: evdiaseistos Beta Code: eu)dia/seistos

English (LSJ)

εὐδιάσειστον,
A easily shaken, ἀνέμῳ EM104.5, cf. Hsch. s.v. ῥαδινόν, etc.
II easy to disprove, A.D.Pron.4.23.

German (Pape)

[Seite 1062] wohl durchschüttelt; leicht zu erschüttern, zu widerlegen, Schol. Il. 5, 226; Apoll. Dysc. Pron. 386.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάσειστος: -ον, εὐκόλως διασειόμενος, Ἐτυμ. Μ. 104. 5, κλ. ΙΙ. ὃν εὐκόλως ἀνασκευάζει τις, Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 3Β.

Greek Monolingual

εὐδιάσειστος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που σείεται εύκολα («διὰ τὸ φύλλον εὐδιάσειστον εἶναι παντὶ ἀνέμῳ», Ε. Μ.)
2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανασκευάσει, να αναιρέσει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάσειστος (< διασείω)].