ἐγρηγορέω: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
(6_3)
m (Text replacement - "X.''Cyn.''" to "X.''Cyn.''")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=egrigoreo
|Transliteration C=egrigoreo
|Beta Code=e)grhgore/w
|Beta Code=e)grhgore/w
|Definition=f.l. in <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>5.11</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>877a9</span>, etc.
|Definition=f.l. in [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''5.11, Arist.''Pr.''877a9, etc.
}}
{{DGE
|dgtxt=pres. formado sobre ἐγρηγόρειν plusperf. de [[ἐγείρω]] [[despertarse]] οἱ ἐξονειρωγμοὶ ... ἐγρηγοροῦσι ... μετὰ πόνου Arist.<i>Pr</i>.877<sup>a</sup>9, ὁ μὴ εἰς σοφίαν ἐγρηγορῶν Clem.Al.<i>Paed</i>.2.2.27, cf. Arr.<i>Epict</i>.4.1.47, <i>Corp.Herm</i>.9.2.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγρηγορέω''': [[τύπος]] εἰσαχθεὶς ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων καὶ εἰς τοὺς δοκίμους συγγραφεῖς, ὡς π.χ. εἰς Ξεν. Κυνηγ. 5. 11, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 10, 1, κτλ., ἀλλ’ ἤδη ἐν πλείστοις διωρθώθη ἐκ καλῶν χειρογρ., ἴδε Δινδ. ἐν Θησ. Στεφάνου.
|lstext='''ἐγρηγορέω''': [[τύπος]] εἰσαχθεὶς ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων καὶ εἰς τοὺς δοκίμους συγγραφεῖς, ὡς π.χ. εἰς Ξεν. Κυνηγ. 5. 11, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 10, 1, κτλ., ἀλλ’ ἤδη ἐν πλείστοις διωρθώθη ἐκ καλῶν χειρογρ., ἴδε Δινδ. ἐν Θησ. Στεφάνου.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγρηγορέω:''' Arst. = [[ἐγρηγοράω]].
}}
}}

Latest revision as of 11:51, 7 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγρηγορέω Medium diacritics: ἐγρηγορέω Low diacritics: εγρηγορέω Capitals: ΕΓΡΗΓΟΡΕΩ
Transliteration A: egrēgoréō Transliteration B: egrēgoreō Transliteration C: egrigoreo Beta Code: e)grhgore/w

English (LSJ)

f.l. in X.Cyn.5.11, Arist.Pr.877a9, etc.

Spanish (DGE)

pres. formado sobre ἐγρηγόρειν plusperf. de ἐγείρω despertarse οἱ ἐξονειρωγμοὶ ... ἐγρηγοροῦσι ... μετὰ πόνου Arist.Pr.877a9, ὁ μὴ εἰς σοφίαν ἐγρηγορῶν Clem.Al.Paed.2.2.27, cf. Arr.Epict.4.1.47, Corp.Herm.9.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγρηγορέω: τύπος εἰσαχθεὶς ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων καὶ εἰς τοὺς δοκίμους συγγραφεῖς, ὡς π.χ. εἰς Ξεν. Κυνηγ. 5. 11, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 10, 1, κτλ., ἀλλ’ ἤδη ἐν πλείστοις διωρθώθη ἐκ καλῶν χειρογρ., ἴδε Δινδ. ἐν Θησ. Στεφάνου.

Russian (Dvoretsky)

ἐγρηγορέω: Arst. = ἐγρηγοράω.