ἀφιέρωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(6_22)
(7)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφιέρωμα''': τό, τὸ ἀφιερωθέν, [[ἀνάθημα]], Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 134D.
|lstext='''ἀφιέρωμα''': τό, τὸ ἀφιερωθέν, [[ἀνάθημα]], Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 134D.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[objeto consagrado]], [[exvoto]] τάδε μὲν οὖν τὰ ἐξοχώτατα τῶν βασιλέως ἐτύγχανεν ἀφιερώματα Eus.<i>VC</i> 3.51, cf. <i>LC</i> 18, <i>PE</i> 4.2.7, <i>A.Andr.A</i> 11 (ap. crít.).
}}
{{grml
|mltxt=το (Μ [[ἀφιέρωμα]]) [[αφιερώ]]. αυτό που αφιερώνεται στον θεό ή στους αγίους, [[ανάθημα]], [[τάμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δώρο]], και [[κυρίως]] [[σύγγραμμα]] που προσφέρεται σε κάποιον ως [[ένδειξη]] [[τιμής]] ή ευγνωμοσύνης.
}}
}}

Latest revision as of 06:24, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 410] τό, das Geweihte, Weihgeschenk, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφιέρωμα: τό, τὸ ἀφιερωθέν, ἀνάθημα, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 134D.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
objeto consagrado, exvoto τάδε μὲν οὖν τὰ ἐξοχώτατα τῶν βασιλέως ἐτύγχανεν ἀφιερώματα Eus.VC 3.51, cf. LC 18, PE 4.2.7, A.Andr.A 11 (ap. crít.).

Greek Monolingual

το (Μ ἀφιέρωμα) αφιερώ. αυτό που αφιερώνεται στον θεό ή στους αγίους, ανάθημα, τάμα
νεοελλ.
δώρο, και κυρίως σύγγραμμα που προσφέρεται σε κάποιον ως ένδειξη τιμής ή ευγνωμοσύνης.