λευκόχροος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lefkochroos
|Transliteration C=lefkochroos
|Beta Code=leuko/xroos
|Beta Code=leuko/xroos
|Definition=ον, contr. λευκό-χρους, ουν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of pale complexion</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>728a2</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span> 1.13</span>, etc.: generally, <b class="b2">white</b>, heterocl. acc. λευκόχροα κόμαν <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span> 322</span> (lyr.): pl. λευκόχροας <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Geog.</span>7.2.17</span>:—also λευκό-χροιος, ον, <span class="bibl">Hp. <span class="title">Epid.</span>2.1.10</span>, <span class="bibl">Phlp.<span class="title">in GA</span>53.3</span>.</span>
|Definition=λευκόχροον, contr. [[λευκόχρους]], λευκόχρουν, [[of pale complexion]], Arist.''GA''728a2, Aret.''SD'' 1.13, etc.: generally, [[white]], heterocl. acc. λευκόχροα κόμαν E.''Ph.'' 322 (lyr.): pl. λευκόχροας Ptol.''Geog.''7.2.17:—also [[λευκόχροιος]], ον, Hp. ''Epid.''2.1.10, Phlp.''in GA''53.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0035.png Seite 35]] zsgzgn [[λευκόχρους]], von weißer Farbe, Arist. gen. an. 1, 20. Bei Hippocr. λευκόχροιος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0035.png Seite 35]] zsgzgn [[λευκόχρους]], von weißer Farbe, Arist. gen. an. 1, 20. Bei Hippocr. λευκόχροιος.
}}
{{elru
|elrutext='''λευκόχροος:''' стяж. [[λευκόχρους]] 2 (acc. λευκόχροα) белого цвета, белый Eur., Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκόχροος''': -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἔχων λευκὴν χροιάν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 20, 2, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, κτλ.· ἑτερόκλ. αἰτιατ. λευκόχροα κόμαν Εὐρ. Φοίν. 322 (λυρ)· πληθ. λευκόχροας, Πτολ. Γεωγρ. 7. 2· - [[ὡσαύτως]] -χροιος, ον, παρ’ Ἱππ. 1008G.
|lstext='''λευκόχροος''': -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἔχων λευκὴν χροιάν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 20, 2, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, κτλ.· ἑτερόκλ. αἰτιατ. λευκόχροα κόμαν Εὐρ. Φοίν. 322 (λυρ)· πληθ. λευκόχροας, Πτολ. Γεωγρ. 7. 2· - [[ὡσαύτως]] -χροιος, ον, παρ’ Ἱππ. 1008G.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λευκόχροος:''' -ον, συνηρ. [[λευκόχρους]], -ουν ([[χρόα]]), αυτός που έχει [[λευκό]] [[χρώμα]]· ετερόκλ. αιτ., <i>λευκόχροα κόμαν</i>, σε Ευρ.
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόχροος Medium diacritics: λευκόχροος Low diacritics: λευκόχροος Capitals: ΛΕΥΚΟΧΡΟΟΣ
Transliteration A: leukóchroos Transliteration B: leukochroos Transliteration C: lefkochroos Beta Code: leuko/xroos

English (LSJ)

λευκόχροον, contr. λευκόχρους, λευκόχρουν, of pale complexion, Arist.GA728a2, Aret.SD 1.13, etc.: generally, white, heterocl. acc. λευκόχροα κόμαν E.Ph. 322 (lyr.): pl. λευκόχροας Ptol.Geog.7.2.17:—also λευκόχροιος, ον, Hp. Epid.2.1.10, Phlp.in GA53.3.

German (Pape)

[Seite 35] zsgzgn λευκόχρους, von weißer Farbe, Arist. gen. an. 1, 20. Bei Hippocr. λευκόχροιος.

Russian (Dvoretsky)

λευκόχροος: стяж. λευκόχρους 2 (acc. λευκόχροα) белого цвета, белый Eur., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἔχων λευκὴν χροιάν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 20, 2, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, κτλ.· ἑτερόκλ. αἰτιατ. λευκόχροα κόμαν Εὐρ. Φοίν. 322 (λυρ)· πληθ. λευκόχροας, Πτολ. Γεωγρ. 7. 2· - ὡσαύτως -χροιος, ον, παρ’ Ἱππ. 1008G.

Greek Monotonic

λευκόχροος: -ον, συνηρ. λευκόχρους, -ουν (χρόα), αυτός που έχει λευκό χρώμα· ετερόκλ. αιτ., λευκόχροα κόμαν, σε Ευρ.