ὀκτάσημος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ὀκτᾰ́σημος | ||
|Medium diacritics=ὀκτάσημος | |Medium diacritics=ὀκτάσημος | ||
|Low diacritics=οκτάσημος | |Low diacritics=οκτάσημος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oktasimos | |Transliteration C=oktasimos | ||
|Beta Code=o)kta/shmos | |Beta Code=o)kta/shmos | ||
|Definition=[ᾰ], ον, in Prosody, | |Definition=[ᾰ], ον, in Prosody, [[of eight times]], Sch.A.''Th.''103. Adv. [[ὀκτασήμως]] = [[in the eight-time measure]], of the [[dochmius]] (◡ – – ◡ –), Sch.A.''Th.'' 128. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀκτάσημος''': -ον, ἐν προσῳδίᾳ, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀκτὼ σημείων χρόνου, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. 164, κτλ. Ἐπίρρ. -ως, ἐπὶ τοῦ δοχμίου (υ--υ-), Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 120. | |lstext='''ὀκτάσημος''': -ον, ἐν προσῳδίᾳ, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀκτὼ σημείων χρόνου, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. 164, κτλ. Ἐπίρρ. -ως, ἐπὶ τοῦ δοχμίου (υ--υ-), Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 120. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀκτάσημος]], -ον)<br />(για αρχαίο μετρικό [[πόδα]]) αυτός που αποτελείται από [[οκτώ]] πρώτους χρόνους, από [[οκτώ]] χρονικά [[σημεία]]. Επίρ. <i>οκτασήμως</i> (Α)<br />[[κατά]] οκτάσημα [[μέτρα]] («ἐστιχούργησε ὀκτασήμως, [[ἤτοι]] [[κατά]] δοχμίους»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), [[πρβλ]]. [[εξάσημος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ον, in Prosody, of eight times, Sch.A.Th.103. Adv. ὀκτασήμως = in the eight-time measure, of the dochmius (◡ – – ◡ –), Sch.A.Th. 128.
German (Pape)
[Seite 317] mit acht Zeiten, achtzeitig, in der Prosodie, Schol. Aesch. Spt. 103; auch adv., Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάσημος: -ον, ἐν προσῳδίᾳ, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀκτὼ σημείων χρόνου, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. 164, κτλ. Ἐπίρρ. -ως, ἐπὶ τοῦ δοχμίου (υ--υ-), Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 120.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀκτάσημος, -ον)
(για αρχαίο μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από οκτώ πρώτους χρόνους, από οκτώ χρονικά σημεία. Επίρ. οκτασήμως (Α)
κατά οκτάσημα μέτρα («ἐστιχούργησε ὀκτασήμως, ἤτοι κατά δοχμίους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -σημος (< σῆμα), πρβλ. εξάσημος].