ματαιοπονία: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(6_9)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mataioponia
|Transliteration C=mataioponia
|Beta Code=mataioponi/a
|Beta Code=mataioponi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">labour in vain</b>, <span class="bibl">Str.17.1.28</span>, Plu.2.119e, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMort.</span>10.8</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[labour in vain]], Str.17.1.28, Plu.2.119e, Luc.''DMort.''10.8.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[action de se donner une peine inutile]].<br />'''Étymologie:''' [[ματαιοπόνος]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[das vergebliche Arbeiten]]</i>; Luc. <i>d.Mort</i>. 10.8; S.Emp. <i>pyrrh</i>. 2.206.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰταιοπονία:''' ἡ [[напрасный труд]] Plut., Luc., Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰταιοπονία''': ἡ, [[κόπος]], [[μάταιος]], Στράβ. 806, Πλούτ. 2. 119D, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8· ― οὕτω, ματαιοπόνημα, τό, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 24.
|lstext='''μᾰταιοπονία''': ἡ, [[κόπος]], [[μάταιος]], Στράβ. 806, Πλούτ. 2. 119D, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8· ― οὕτω, ματαιοπόνημα, τό, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 24.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ματαιοπονία]]) [[ματαιοπονώ]]<br />άσκοπη, μάταιη [[εργασία]], άγονη και [[ανωφελής]] [[προσπάθεια]], [[χαμένος]] ή [[άδικος]] [[κόπος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾰταιοπονία:''' ἡ, [[μάταιος]] [[κόπος]], που πηγαίνει στο βρόντο, σε Στράβ., Λουκ.
}}
}}

Latest revision as of 11:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιοπονία Medium diacritics: ματαιοπονία Low diacritics: ματαιοπονία Capitals: ΜΑΤΑΙΟΠΟΝΙΑ
Transliteration A: mataioponía Transliteration B: mataioponia Transliteration C: mataioponia Beta Code: mataioponi/a

English (LSJ)

ἡ, labour in vain, Str.17.1.28, Plu.2.119e, Luc.DMort.10.8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de se donner une peine inutile.
Étymologie: ματαιοπόνος.

German (Pape)

ἡ, das vergebliche Arbeiten; Luc. d.Mort. 10.8; S.Emp. pyrrh. 2.206.

Russian (Dvoretsky)

μᾰταιοπονία:напрасный труд Plut., Luc., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιοπονία: ἡ, κόπος, μάταιος, Στράβ. 806, Πλούτ. 2. 119D, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8· ― οὕτω, ματαιοπόνημα, τό, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 24.

Greek Monolingual

η (Α ματαιοπονία) ματαιοπονώ
άσκοπη, μάταιη εργασία, άγονη και ανωφελής προσπάθεια, χαμένος ή άδικος κόπος.

Greek Monotonic

μᾰταιοπονία: ἡ, μάταιος κόπος, που πηγαίνει στο βρόντο, σε Στράβ., Λουκ.