χοιρέλαφος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
(6_15)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''χοιρέλᾰφος''': ὁ, Ἰνδικὸν [[εἶδος]] ἐλάφου, Κοσμᾶς Ἰνδικοπλ. 11, 7.
|lstext='''χοιρέλᾰφος''': ὁ, Ἰνδικὸν [[εἶδος]] ἐλάφου, Κοσμᾶς Ἰνδικοπλ. 11, 7.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />ζώο της Ινδίας που έμοιαζε με χοίρο και με [[ελάφι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοίρος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἔλαφος]] ([[πρβλ]]. [[ἱππέλαφος]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:15, 8 May 2023

German (Pape)

[Seite 1362] ὁ, der indische Schweinhirsch, Cosmas Indopl. 11.

Greek (Liddell-Scott)

χοιρέλᾰφος: ὁ, Ἰνδικὸν εἶδος ἐλάφου, Κοσμᾶς Ἰνδικοπλ. 11, 7.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ζώο της Ινδίας που έμοιαζε με χοίρο και με ελάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + ἔλαφος (πρβλ. ἱππέλαφος)].