ὀδοντόσμηγμα: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
(6_21)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=odontosmigma
|Transliteration C=odontosmigma
|Beta Code=o)donto/smhgma
|Beta Code=o)donto/smhgma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tooth-powder</b>, <span class="bibl">Paul.Aeg.3.26</span>, <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=-ατος, τό, [[tooth-powder]], Paul.Aeg.3.26, ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀδοντόσμηγμα''': τό, [[κόνις]] πρὸς κάθαρσιν τῶν ὀδόντων, Γλωσσ.˙ ὀδοντότριμμα, τό, Κραμήρου Ἀνέκδ. Παρισ. 1. 394.
|lstext='''ὀδοντόσμηγμα''': τό, [[κόνις]] πρὸς κάθαρσιν τῶν ὀδόντων, Γλωσσ.˙ ὀδοντότριμμα, τό, Κραμήρου Ἀνέκδ. Παρισ. 1. 394.
}}
{{grml
|mltxt=το (Μ [[ὀδοντόσμηγμα]])<br />[[σκόνη]] που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών δοντιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀδούς]], <i>ὀδόντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[σμήγμα]] «[[οτιδήποτε]] χρησιμεύει για καθαρισμό»].
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδοντόσμηγμα Medium diacritics: ὀδοντόσμηγμα Low diacritics: οδοντόσμηγμα Capitals: ΟΔΟΝΤΟΣΜΗΓΜΑ
Transliteration A: odontósmēgma Transliteration B: odontosmēgma Transliteration C: odontosmigma Beta Code: o)donto/smhgma

English (LSJ)

-ατος, τό, tooth-powder, Paul.Aeg.3.26, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 293] τό, Pulver zum Abreiben der Zähne, Zahnpulver.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδοντόσμηγμα: τό, κόνις πρὸς κάθαρσιν τῶν ὀδόντων, Γλωσσ.˙ ὀδοντότριμμα, τό, Κραμήρου Ἀνέκδ. Παρισ. 1. 394.

Greek Monolingual

το (Μ ὀδοντόσμηγμα)
σκόνη που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + σμήγμα «οτιδήποτε χρησιμεύει για καθαρισμό»].