μίμαυλος: Difference between revisions

From LSJ

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source
(6_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mimavlos
|Transliteration C=mimavlos
|Beta Code=mi/maulos
|Beta Code=mi/maulos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mimic actor</b>, accompanied on the flute, <span class="bibl">Ath.10.452f</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[mimic actor]], accompanied on the flute, Ath.10.452f.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μίμαυλος''': [ῑ], ὁ, [[παντόμιμος]] συνοδευόμενος κατὰ τὴν παράστασιν ὑπ’ αὐλοῦ ἢ μιμούμενος τὸν ἦχον αὐλοῦ, Ἀθήν. 452F· ― μῑμαυλέω, εἶμαι [[μίμαυλος]], «μιμαυλεῖν· μιμεῖσθαι, ὑποκρίνεσθαι» Ἡσύχ.
|lstext='''μίμαυλος''': [ῑ], ὁ, [[παντόμιμος]] συνοδευόμενος κατὰ τὴν παράστασιν ὑπ’ αὐλοῦ ἢ μιμούμενος τὸν ἦχον αὐλοῦ, Ἀθήν. 452F· ― μῑμαυλέω, εἶμαι [[μίμαυλος]], «μιμαυλεῖν· μιμεῖσθαι, ὑποκρίνεσθαι» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μίμαυλος]], ὁ (Α)<br />[[ηθοποιός]] που έπαιζε μίμους με [[συνοδεία]] αυλού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῖμος]] <span style="color: red;">+</span> [[αὐλός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμαυλος Medium diacritics: μίμαυλος Low diacritics: μίμαυλος Capitals: ΜΙΜΑΥΛΟΣ
Transliteration A: mímaulos Transliteration B: mimaulos Transliteration C: mimavlos Beta Code: mi/maulos

English (LSJ)

ὁ, mimic actor, accompanied on the flute, Ath.10.452f.

German (Pape)

[Seite 186] ὁ, eine Art Mimenspieler, vielleicht den Flötenton nachahmend, oder mit der Flöte begleitet, Ath. X, 452 e.

Greek (Liddell-Scott)

μίμαυλος: [ῑ], ὁ, παντόμιμος συνοδευόμενος κατὰ τὴν παράστασιν ὑπ’ αὐλοῦ ἢ μιμούμενος τὸν ἦχον αὐλοῦ, Ἀθήν. 452F· ― μῑμαυλέω, εἶμαι μίμαυλος, «μιμαυλεῖν· μιμεῖσθαι, ὑποκρίνεσθαι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μίμαυλος, ὁ (Α)
ηθοποιός που έπαιζε μίμους με συνοδεία αυλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + αὐλός.