φρύγετρον: Difference between revisions
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
(6_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=frygetron | |Transliteration C=frygetron | ||
|Beta Code=fru/getron | |Beta Code=fru/getron | ||
|Definition=[ῡ], τό, (φρύγω) < | |Definition=[ῡ], τό, ([[φρύγω]])<br><span class="bld">A</span> [[a vessel for roasting barley]], Polyzel. 6 (troch.(?)): carried by brides in procession, as a symbol of household duties, LexSolonisap.Poll.1.246.<br><span class="bld">II</span> [[stick to stir barley while roasting]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρύγετρον''': [ῡ] τό, ([[φρύγω]]) [[ἀγγεῖον]] ἐν ᾧ ἐφρύγετο ἡ [[κριθή]], πιθανῶς ὅμοιον πρὸς τὸ νῦν ἐν χρήσει (τουρκ.) «καβουρντιστῆρι» τοῦ καφέ, [[οὗπερ]] αἱ χύτραι κρέμανται καὶ τὸ [[φρύγετρον]] Πολύζηλος ἐν «Διονύσου γοναῖς» 1. ― Κατά τινα διάταξιν τοῦ Σόλωνος ἡ [[νύμφη]] ἔπρεπε νὰ φέρῃ [[φρύγετρον]] κατὰ τὴν γαμήλιον πομπὴν ὡς [[σύμβολον]] τῶν οἰκιακῶν καθηκόντων. «Σόλων δὲ τὰς νύμφας ἰούσας ἐπὶ τὸν γάμον ἐκέλευσε [[φρύγετρον]] φέρειν [[σημεῖον]] ἀλφιτουργίας» | |lstext='''φρύγετρον''': [ῡ] τό, ([[φρύγω]]) [[ἀγγεῖον]] ἐν ᾧ ἐφρύγετο ἡ [[κριθή]], πιθανῶς ὅμοιον πρὸς τὸ νῦν ἐν χρήσει (τουρκ.) «καβουρντιστῆρι» τοῦ καφέ, [[οὗπερ]] αἱ χύτραι κρέμανται καὶ τὸ [[φρύγετρον]] Πολύζηλος ἐν «Διονύσου γοναῖς» 1. ― Κατά τινα διάταξιν τοῦ Σόλωνος ἡ [[νύμφη]] ἔπρεπε νὰ φέρῃ [[φρύγετρον]] κατὰ τὴν γαμήλιον πομπὴν ὡς [[σύμβολον]] τῶν οἰκιακῶν καθηκόντων. «Σόλων δὲ τὰς νύμφας ἰούσας ἐπὶ τὸν γάμον ἐκέλευσε [[φρύγετρον]] φέρειν [[σημεῖον]] ἀλφιτουργίας» Πολυδ. Α΄, 246, Ϛ΄, 64· [[οὕτως]] ἐν Ῥώμῃ αἱ νύμφαι farreum praeferebant (πρβλ. confarreatio), Phn. 18. 3. ΙΙ. [[ξύλον]] δι’ οὗ ἀνεταράττετο ἡ φρυγομένη [[κριθή]], «[[φρύγετρον]]· [[ξυλήφιον]], ᾧ κινοῦσι τὰς πεφρυγμένας κριθάς» Ἡσύχ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῡ], τό, (φρύγω)
A a vessel for roasting barley, Polyzel. 6 (troch.(?)): carried by brides in procession, as a symbol of household duties, LexSolonisap.Poll.1.246.
II stick to stir barley while roasting, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1311] τό, ein Gefäß, Gerste darin zu rösten, Polyzel. bei Poll. 10, 109, vgl. 1, 246; wahrscheinlich nach Art unserer Kaffeetrommeln; weil sich ein solches in jeder Wirthschaft befand, befahl ein Gesetz des Solon τὰς νύμφας ἰούσας ἐπὶ τὸν γάμον φρύγετρον φέρειν σημεῖον αὐτουργίας, womit Plin. H. N. 18, 3 das röm. novae nuptae farreum praeferebant vergleicht, – Auch ein Holz, Geröstetes umzurühren, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φρύγετρον: [ῡ] τό, (φρύγω) ἀγγεῖον ἐν ᾧ ἐφρύγετο ἡ κριθή, πιθανῶς ὅμοιον πρὸς τὸ νῦν ἐν χρήσει (τουρκ.) «καβουρντιστῆρι» τοῦ καφέ, οὗπερ αἱ χύτραι κρέμανται καὶ τὸ φρύγετρον Πολύζηλος ἐν «Διονύσου γοναῖς» 1. ― Κατά τινα διάταξιν τοῦ Σόλωνος ἡ νύμφη ἔπρεπε νὰ φέρῃ φρύγετρον κατὰ τὴν γαμήλιον πομπὴν ὡς σύμβολον τῶν οἰκιακῶν καθηκόντων. «Σόλων δὲ τὰς νύμφας ἰούσας ἐπὶ τὸν γάμον ἐκέλευσε φρύγετρον φέρειν σημεῖον ἀλφιτουργίας» Πολυδ. Α΄, 246, Ϛ΄, 64· οὕτως ἐν Ῥώμῃ αἱ νύμφαι farreum praeferebant (πρβλ. confarreatio), Phn. 18. 3. ΙΙ. ξύλον δι’ οὗ ἀνεταράττετο ἡ φρυγομένη κριθή, «φρύγετρον· ξυλήφιον, ᾧ κινοῦσι τὰς πεφρυγμένας κριθάς» Ἡσύχ.